Π.Κ.

Γύρισα σπίτι αργούτσικα το βράδυ, πότισα στα τυφλά το μποστάνι και κάθισα στο κατόπι με μια παγωμένη μπίρα σε μια γωνιά, να πάρω μια ανάσα και να πω δυο κουβέντες με τη σύντροφό μου. Από το σπίτι ακουγόταν αχνά η γνώριμη φωνή, ήπια την τελευταία γουλιά και είπα να ρίξω μια ματιά. Το πανηγύρι είχε αρχίσει και ο Νιόνιος έδωσε το σύνθημα. Στην αρχή μπερδεύτηκα με την εισαγωγή, μετά μου άρεσε, έδωσα προσοχή, άρχισε να τραγουδά τον στίχο, με συνεπήρε, κάτι άρχισα να ψελλίζω, ένιωσα τη μυρουδιά του καπηλειού, ήμασταν πολύ νέοι, ο Ζακυνθινός, ο Λεωνίδας από τη Σπάρτη, η Λένα, όμορφο κορίτσι, η Τζίνα, η Όρσα, η άλλη η Θεσσαλονικιά με τα άγρια μάτια, ο Στέλιος, κι εγώ που γρατζούναγα την εξάχορδη. Πέρασαν δεκαετίες από εκείνα τα ερωτικά ανταμώματα, έσπασαν πολλές φορές οι χορδές μέχρι που καμπούριασε η κιθάρα, γέμισαν ρυτίδες τα πρόσωπα, άλλοι έφυγαν, άλλοι έμειναν, αλλά οι στίχοι αυτού του τραγουδιού, ανεξίτηλοι οι άτιμοι, δηλητήριο σκέτο μέσα στο αίμα, πίκρα, μεγάλη πίκρα, αυτοί οι στίχοι οι χαραγμένοι. Ο Νιόνιος πέρασε στο δεύτερο κουπλέ, ένιωσα να με καίνε λίγο τα μάτια μου, ντράπηκα, μπήκε η γυναίκα μου και με είδε, έκανε πως δεν κατάλαβε, «Παράγκα, Παράγκα του χειμώνα» καρφώνονταν οι στίχοι, λες και δεν πέρασε μια μέρα. Τότε ήταν Χούντα, μετά η εισβολή στην Κύπρο, μετά η Μεταπολίτευση, μετά πέρναγε ο καιρός, οι στίχοι έμεναν, έφθασαν τα καλά αλλά και τα δύσκολα, γέμισε η ψυχή από πόνους αλλά και γέλια, οι στίχοι εκεί, παρέμεναν, γεράσαμε, τα μαλλιά ψάρωσαν, το μουστάκι είναι σχεδόν λευκό, οι στίχοι εκεί, επίκαιροι και να τώρα έπειτα από μισό αιώνα, μέρα με τη μέρα, ο Νιόνιος αγκομαχά και φτύνει τα στιχάκια, «Ο Χαφιές που μας ακολουθεί» συμπληρώθηκε. Έγινε «Ο Χαφιές, ο μπαχαλάκης, ο χρυσαυγίτης που μας ακολουθεί», η μόνη αλλαγή, γιατί η «Παράγκα» είναι η ίδια, γεμάτη φαντάσματα και σκελετούς, και ο τόπος δεν είναι καλά, και εμείς δεν είμαστε καλά. Με πήραν τα ζουμιά για τα καλά. Άναψα τσιγάρο, πήρα μία δεύτερη ανάσα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μνημόσυνο βραδιάτικα, άι σιχτίρ έβρισα, κι όμως ήμουν χαρούμενος. «Πρόσω» διέταξε ο καπετάνιος, «πρόσω» έβρισε ο λοστρόμος, «πρόσω» γιατί αυτό το καράβι δεν έχει «ανάποδα», δεν μπορείς να πας πίσω, είναι καταραμένο και ό,τι γράφει στο ημερολόγιο καταστρώματος δεν σβήνει. «Η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί, την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί», όπως αυτός ο τόπος δηλαδή. Κοιμήθηκα σαν το πουλάκι, βαθιά, στα σίγουρα. «Πρόσω».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης