Γεννημένος μέσα στη φτώχια (και τη γνήσια μαγκιά) της Αγιασοφιάς, μιας σκληρής (κατά τον Χαριτόπουλο) γειτονιάς του Πειραιά, η εφηβεία μου – δεκαετία του ‘50 – πέρασε μουσικά από ότι το μόρτικο και αληθινό κεντούσαν στα μπουζούκια τους τα βράδια ο γεροΜπάτης, ο Στέλιος ο Κερομύτης, ο αρχοντάνθρωπος Γιάννης Παπαϊωάννου και ο μικρότερος της παρέας (που συγκεντρώνονταν τ’ απογεύματα στο καφενείο του Κοτσιοβόλη), Μιχάλης Γενίτσαρης. «Στα χέρια τους μεγάλωσα» και θα θεωρούνταν μέγιστη προσβολή για την πιτσιρικοπαρέα μου ν’ ακούω Γούναρη, Μαρούδα και Μαίρη Λω! Εντούτοις, όταν το ραδιόφωνο στο σπίτι έπαιζε τραγουδάκια, η τότε ΥΕΝΕΔ (κυρίως) αυτές τις μελωδικές φωνές φιλοξενούσε. Ξέρετε που ένοιωθα το αυτί μου να δίνει σημασία; Όταν παιζόταν κομμάτι με τη Νινή Ζαχά αλλά και της υπέροχης και αισθαντικής Δανάης. Κάτι με τραβούσε παράξενα, αλλά ποτέ δεν τόλμησα να το βγάλω στα φιλαράκια μου, όταν στρώναμε τις γκαζές και παίρναμε θέση για το σημάδι, ή όταν – σαν γνήσιοι αλητάμπουρες – αρχίζαμε το στριφτό, συνήθως τρικόρωνο, με δίφραγκα…

Τα χρόνια πέρασαν, κάπου διαπίστωσα ότι αυτές οι εκπληκτικές ερμηνεύτριες αποτελούσαν σπάνιο είδος, λες και τις είχαν βάλει οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Και το έψαξα. Η Νινή Ζαχα(ροπούλου) αποδείχτηκε σπάνιος αλλά δύσκολος χαρακτήρας. Και πολύ περιχαρακωμένος στον εαυτό της. Θυμάμαι τον αδελφό της τον Αντώνη, εξαίρετο συνάδελφο του εξωτερικού δελτίου στα ΝΕΑ, να αγωνιά τα βράδια για την υγεία της Νινής, έως ότου, τα ίχνη και των δύο χάθηκαν…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αντίθετα, η Δανάη, έγινε μεγάλη, γιατί διέθετε μέσα της καλή σκέψη, απίστευτη τόλμη και βέβαια διανόηση. Μελέτησε τα χιλιανά, γλώσσα και λογοτεχνία, προκειμένου να μεταφράσει Πάμπλο Νερούδα, σε χρόνια δύσκολα, που τα πολιτικά πάθη στην Αθήνα στοιχειοθετούσαν τον Ανένδοτο του Παπανδρέου, με το παρακράτος της Δεξιάς να οργανώνεται νύχτες πέριξ του Κολωνού και του Μεταξουργείου και να ετοιμάζεται για δράση… Η Δανάη Στρατηγοπούλου, δυναμική, ξεχωριστή, χάραζε δρόμους και πολύ το ευχαριστιόμουν. Μέχρι που μέσα μου κάτι ένοιωθα να ραγίζει, ή σαν κάτι που μου πήγε στραβά στο λαιμό και μου ήταν αδύνατο να το «καταπιώ». Η Δανάη, μιλώντας σε δημοσιογράφο για τους Ρεμπέτες και τα τραγούδια τους, δεν δίστασε να αφήσει απίστευτούς αφορισμούς. Και δεν το έκανε για να στηρίξει μια μουσική που έτσι κι αλλιώς δεν είχε πλέον να πει τίποτα στο κοινό (καθώς οι εταιρείες επένδυαν ήδη στον Καζαντζίδη, τον Αγγελόπουλο, την Πόλυ Πάνου, τον Πάνο Γαβαλά κλπ.) , αλλά για να βγάλει ένα μίσος και έναν αποτροπιασμό. Προφανώς δεν είχε παραβρεθεί στην ιστορική διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, το 1949, που ουσιαστικά αποτέλεσε το – όπως εκτίμησαν οι μουσικολόγοι – «διαβατήριο» ενός ολόκληρου πονεμένου κόσμου και ενός αληθινού μουσικού είδους.

Αλλά, είναι υπερβολή και ίσως άδικο να επεκταθώ σε γεγονότα που πλέον δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ας κλείσω με τούτο: Η Δανάη δεν θα μείνει στη μνήμη μας και τις καρδιές μας επειδή «αρνήθηκε» το ρεμπέτικο, αλλά για τις σελίδες πολύ μεγάλης ποίησης που μετέφρασε, για τις εκπληκτικές συνθέσεις της αλλά και ερμηνείες της στα αγνά και ήρεμα τραγούδια του Αττίκ. «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά», τόσο απλό, τόσο ρομαντικό, τόσο υπέροχο… «Ας ερχόσουν για λίγο», ερωτικό που ράγιζε «χτυπημένες» καρδιές… Και από την άλλη «Κάντο χενεράλ»! Και αντιστασιακή δράση, και φυλάκιση στου «Αβέρωφ» επειδή είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ την ζόρικη περίοδο της Κατοχής (εξαιρετικό το αφιέρωμα του Δημήτρη Γκιώνη στην Ελευθεροτυπία).  

Μπορεί να ειρωνεύτηκε το ρεμπέτικο, εντούτοις η Δανάη ήταν – και θα παραμείνει – η γλυκιά μάγισσα κάθε νεανικής ψυχής.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης