Μ’ αρέσει πολύ η ντοπιολαλιά. Πολύ χαίρομαι να την ακούω, σαν ξεχασμένο παλιό τραγούδι μου μοιάζει.
Ήταν ένα διάστημα, που θεωρούνταν “ντροπής πράμα” και ευκαιρία για μπούλιγκ από τους κανακάρηδες γόνους των αστών, για τα παιδάκια που έρχονταν απ’ τα χωριά. Μ΄ αρέσει σαν ένα ταξίδι στα παλιά.Βέβαια, πρώτα τα λέγαμε “χωριάτκ’α”, αλλά τελευταία, τον εξευγενίσαμε τον όρο!Με τον νόστο των πατροπαράδοτων παραδοσιακών αρχών και με την εξάλειψή της από τους στομφώδεις και κομπορρήμονες δημοσιογράφους της τηλεόρασης, -αστοιχείωτους και ακαλλιέργητους, συνήθως- αποκτήσαμε νέους δασκάλους προπαρασκευαστές γλωσσομάθειας… Γνωμαμύντορες εν είδει γλωσσοθεραπευτών· promoters και κράχτες στην κοινωνία του θεάματος, στην οποία γίναμε μέλη της χωρίς να το καταλάβουμε.Έρχονται και οι φίλοι μας από “τας Παρισίους και τις Λόντρες” και τα ξιχάσαν ντιπ, οπότε τι να πουν… “αχ, καλέ τι αξάν είναι αυτό, πόσα χρόνια έχω να τ’ ακούσω…Όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε χωριό, βέβαια, γιατί όσοι ανατράφηκαν σε αστικό περιβάλλον, δεν τα γροικούν ντιπ για ντιπ. Δεν τα καταλαβαίνουν και παραξενεύονται..Και μόλις ακούσουν κάτι τις μακρινό κι αδιόρατο, περίεργα ιδιωματικό, αρχίζουν οι παρεξηγήσεις:
-Τί είναι αυτό, Αλβανικά;
-Ε, όχι κι Αλβανικά!
-Βορειοηπειρώτικα, τότε;
-Χαχαχα, μα τι λες; Αλήθεια δεν ξέρεις τι είναι;
-Ποντιακά! Μήπως Βλάχικα;
Και πάει λεγοντας…

Για μας που τα αγαπάμε “τα χουριάτκα”, αφού ο συνειρμός τους μας θυμίζει κάποιον από τους παππούδες μας… αλλά και όταν δεν ίσχυσε ποτέ, το κινέζικο ρητό, “την προφορά του χωριού σου, όσο την κρύβεις τόσο φαίνεται”, μας κακοφαίνεται αυτός ο σουσουδισμός κι η απάρνηση της ιδιολεξίας του νόστου της παιδικής ηλικίας.Ακόμη κι αν οι γονείς μας, δεν τα μίλησαν ποτέ είτε γιατί στα χρόνια της αστυφιλίας δεν έτυχε να βρεθούν σε μεγάλη πόλη είτε γιατί οι παππούδες είχαν αστικοποιηθεί νωρίς είτε γιατί ήταν σπουδαγμένοι, λόγιοι, δάσκαλοι, υπάλληλοι του Δημοσίου, είχαμε συγγενείς και φίλους από το χωριό μας, που μας τα θύμιζαν και δεν τα ξεχάσαμε, ευτυχώς, όσο κι αν περάσαμε εποχές που τα λοιδωρήσαμε κι εμείς «για χάρη» της διαφορετικότητας. Πάντα ένα ελάχιστο φθογγολογικό στοιχείο σε κάποια γωνιά της μνήμης, παραμένει ενθουσιωδώς ανιχνεύσιμο, να μας τα θυμίζει..
 

Μια φορά, λοιπόν, έρχεται στο μικροβιολογικό για αιματολογικές εξετάσεις ένας λεβεντοπαππούς από τα Πιέρια.
Λεβεντοπαππούς, λεβεντόγερος, αλλά τα φαινόμενα εξαπατούν πολλές φορές, οπότε πάντα προσέχαμε, μην ήταν τρομοκρατημένοi απ’ “τα μικράτα’τ”, με την “ενέσα”, που άμα δεν κάθονταν καλά, οι διαβόλοι οι πιτσιρικάδες, τ’ς φουβέρζαν οι μανάδες· «ησύχασε γιατί θα φωνάξω πάλι τον γιατρό, να ΄ρθεί με την ενέσα!» Ναι, είχαμε πάντα το νου μας για «τ’ς λιγουθυμιές, τις απρόβλεπτεςΑλλά και το βάσανο που τραβούσαμε με τους μπόμπιρες και τα γοερά τους κλάματα, καθώς οι έρμες οι μάνες είχαν την «ενέσα» σαν το πιο αποτελεσματικό φόβητρο για τα ζωντόβολα, παιδιά τους, δεν λέγεται…

Δεν έλειψαν ούτε οι λιποθυμίες και από από κάτι ντερέκια μέχρι εκεί πάνω, που στη θέα και μόνο της βελόνας, χλώμιαζαν και σωριάζονταν σαν άδεια σακιά. Συχνά ήταν σχεδόν αδύνατο να προβλέψει, αλλά και συγκρατήσει κανείς το πέσιμό τους…
Μετά από ένα-δυο χαρακτηριστικά κι αξέχαστα επεισόδια είχαμε λάβει τα μέτρα μας.Φέραμε κρεβάτι ειδικά για τους επίφοβους τηςλιποθυμίας.
-Παππού, σφιξ’: τ’ν γρουθιά’ς κι μη σκιάζισι ντιπ.
-Δεν σκιάζουμι, έχου βαρέσ’… Ενέσες να διεις… Βάρα κι μη σι νοιαζ’.
-Ωραία, παππού, θα σ΄βάλου κι παράσημου, άμα διεν κλάψεις.(Παράσημο λέγαμε το τσιροτάκι, το τραυμαπλάστ).
-΄Αρε τι να κλάψω, βάρα σι λιέου!
Εντάξει πήγε αιμοληψία, είχε και κατ’ φλέβες ο παππούς σαν τα χέλια… Μια χαρά. Οπότε μόλις βγήκε η βελόνα, αποσύρθηκε η σύρριγγα και λύθηκε το λάστιχο…Ψύχραιμος ο παππούς κι ατάραχος, -θα είχε περάσει εμβόλια, μαντού, επιδημίες και θα είχε σίγουρα υποστεί τα επίχειρα της φαρμακοπληξίας, συνταγογράφων και φαρμακοποιών-…Οπότε συνηθισμένος σ΄ αυτά… δεν έχασε την ευκαιρία να φωνάξει θριαμβευτικά- ίσως ήταν και λίγο περήφανος στ’ αυτιά…-κι εννοώντας αν έπρεπε να χαλαρώσει τη σφιγμένη γροθιά του, αντήχησε σ΄ όλη την αίθουσα αναμονής η εξής στιχιμυθία:
-Να τ ‘ν απολήκου;
-Απόλνα!
Κι εμείς χαρούμενοι κι ανακουφισμένοι, στον ίδιο τόνο της λεκτικής εξοικείωσης, που φέρνει η εμπιστοσύνη:
-Απόλνα την παππού κι μη μι τρίβ΄ς του βαμβάκ’ι. Δεν σταματάει του αίμα. άμα του τριβ΄ς. Πάτα του, ελαφρά μι του δάχτλου κι ταχιά δα σταματή΄ς! Απόλνα την,απόλνα και μη σι νοιάζ’ ντιπ. Κατέβασε το μανίκι του και βγήκε αγέρωχος, καμαρωτός και περήφανος ο παππούς, ρίχνοντας την ενθαρρυντική του ματιά στους πιτσιρικάδες που κρατούσαν σφιχτά με τα δυο τους χέρια τη μαμά τους από τη φούστα. Λεβεντοπαππούς, είπαμε. Λεβεντοπαππούς…

*Αγγέλογλου Γιάννης του Θαλή, υπ.Βουλευτής της συμμαχίας Πράσινο και Μωβ