Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος, Ιωάννης Καποδίστριας ανέστειλε την εφαρμογή του Συντάγματος της Τροιζήνας (του 1827) με το που ανέλαβε την κυβέρνηση το 1828, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσει την αναρχία, την πείνα , τον εμφύλιο και το χάος, επιβάλλοντας ένα «έκτακτο» καθεστώς για την οργάνωση του νέου κράτους. Ο λόγος της αναστολής, ήταν η επιβολή της τάξης, η αντιμετώπιση της πολιτικής αναρχίας και η συγκέντρωση της εξουσία για την ανοικοδόμηση της χώρας. Λειτούργησε με ένα έκτακτο σώμα, το Πανελλήνιον, μέχρι την σύγκληση νέας Εθνοσυνέλευσης. Θεωρήθηκε απαραίτητο για την ομαλοποίηση της κατάστασης. Για να αναλάβει κυβερνήτης της Ελλάδος, απαίτησε την αναστολή διατάξεων του Συντάγματος, επειδή πίστευε ότι η Ελλάδα μετά το 1827 δεν ήταν ώριμη για φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό, δεν υπήρχε κράτος, διοίκηση, οικονομία, στρατός, δικαιοσύνη, οι τοπικοί πρόκριτοι και οπλαρχηγοί λειτουργούσαν ως φεουδάρχες. Η άποψή του ήταν: « πρώτα κράτος, μετά ελευθερίες». Ο Καποδίστριας παρέλαβε ΧΑΟΣ, ΔΕΝ το δημιούργησε.
Έχτισε σχολεία, ορφανοτροφεία, ίδρυσε γεωργικές σχολές, δημιούργησε δημόσια διοίκηση, έκοψε νόμισμα, δημιούργησε το νομισματοκοπείο, βοήθησε άπορους και ορφανά.. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε το Εθνικό Νομισματοκοπείο στην Αίγινα στις 28 Ιουλίου 1828, καθιερώνοντας τον «φοίνικα» ως εθνικό νόμισμα και θέτοντας τέλος στην ακατάστατη ποικιλία νομισμάτων που υπήρχε, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει την ελληνική οικονομία κατά την ίδρυση του νέου κράτους. Ο Ιωάννης Καποδίστριας έφερε και προώθησε τη μαζική καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση, για την αντιμετώπιση της πείνας και για την διαδοσή της. Ο Καποδίστριας εντόπισε την αξία της, εισήγαγε ποσότητες από το εξωτερικό και εφάρμοσε το τέχνασμα με τους φρουρούς (μετατρέποντάς την σε «πολύτιμο» αγαθό) για να αυξήσει τη ζήτηση, συμβάλλοντας έτσι στη διάδοσή της σε όλη τη χώρα. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε και οργάνωση τα πρώτα τακτικά δικαστήρια στην Ελλάδα κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του (1828-1831), θέτοντας τις βάσεις για το δικαστικό σύστημα. Στόχος του ήταν η δημιουργία ενός σταθερού κράτους, και τα δικαστήρια ήταν κρίσιμο μέρος αυτής της προσπάθειας, μαζί με την ίδρυση σχολείων και την οργάνωση του στρατού. Ο Καποδίστριας κατήργησε τους τοπάρχες φοροεισπράκτορες και τους αντικατέστησε με υπαλλήλους του κράτους. Στην προσπάθεια εγκαθιδρύσεως συγχρόνου κράτους δικαίου, δοκίμασε την αντίδραση αυτών που τους είχαν παραχωρηθεί αποκλειστικά οικονομικά προνόμια και δικαιώματα εισπράξεως φόρων (η Μανή και η Ύδρα). Οι κατ’ επάγγελμα πολιτικοί τον ήθελαν όργανο εξυπηρετήσεως προσωπικών τους συμφερόντων. Πολλοί πραγματικοί αλλά και όψιμοι αγωνιστές, θεωρούσαν την υπακοή στους νόμους ταυτόσημη με την οθωμανική δουλεία. Αγωνιστές με αναγνωρισμένο ήθος και κύρος, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο Κωνσταντίνος Κανάρης και άλλοι τον υποστήριξαν μέχρι τέλους. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Το έκτακτο σώμα ” Πανελλήνιον” που ίδρυσε ο Καποδίστριας, ήταν ένα προσωρινό κυβερνητικό σχήμα που αντικατέστησε το Βουλευτικό του 1827 μετά την άφιξη του Καποδίστρια, θέτοντας τις βάσεις για μια Προεδρική Δημοκρατία.
Είχε κυρίως συμβουλευτικές αρμοδιότητες, επεξεργαζόμενο κυβερνητικά ψηφίσματα, αλλά συχνά αντιδρούσε στις αποφάσεις του Κυβερνήτη. Λόγω των καθυστερήσεων και της αντιπολιτευτικής δράσης των μελών, ο Καποδίστριας προώθησε προσωπικούς συμβούλους (Βιάρο Καποδίστρια, Ιωάννη Γεννατά) παρακάμπτοντας το σώμα, προκαλώντας αντιδράσεις. Ο Καποδίστριας προσπάθησε να επεκτείνει τα σύνορα της Ελλάδας και να ολοκληρώσει την Επανάσταση, εκμεταλλευόμενος τις διεθνείς ισορροπίες, και πέτυχε σημαντικά εδαφικά κέρδη (όπως την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου) και τη δημιουργία ενός κράτους, αν και οι προσπάθειές του για μεγαλύτερη επέκταση και ανεξαρτησία «σκόνταψαν» στις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, που τελικά καθόρισαν τα σύνορα της Ελλάδας. Ο Καποδίστριας έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην εδραίωσή της Ελβετίας , μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, ως Ρώσος διπλωμάτης, προωθώντας την ουδετερότητα και την ακεραιότητά της (μέσω της Συνθήκης του 1815), κάτι που οι Ελβετοί τον τίμησαν ως ευεργέτη και «ήρωα», καθώς συνέβαλε στη διαμόρφωση του σύγχρονου ελβετικού κράτους( πρωτότυπο Σύνταγμα κ.α.) και της τραπεζικής του δύναμης. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν μια ξεκάθαρα διεθνής προσωπικότητα πριν και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, καθώς κατείχε υψηλές διπλωματικές θέσεις στην Ευρώπη (π.χ. ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας), διαπραγματεύτηκε με Μεγάλες Δυνάμεις, διατηρούσε σχέσεις με μορφωμένους Ευρωπαίους, και η φήμη και η επιρροή του τον καθιέρωσαν ως αξιοσέβαστο ηγέτη, ικανό να εκπροσωπήσει τα ελληνικά συμφέροντα διεθνώς, παρά τις αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανεξαρτησία της Ελλάδας, όχι μόνο ως ο πρώτος Κυβερνήτης (1828-1831) που οργάνωσε το νέο κράτος εσωτερικά, αλλά και διπλωματικά, αγωνιζόμενος να εξασφαλίσει διεθνή αναγνώριση και την επέκταση των συνόρων, μετατρέποντας την Ελληνική Πολιτεία από αυτόνομο σε πλήρως ανεξάρτητο κράτος με την αναγνώριση του 1830. Ο Καποδίστριας αποχώρησε από τη Ρωσική πρωτεύουσα στις 19 Αυγούστου του 1822 και εγκαταστάθηκε στην προσφιλή για τον ίδιο Γενεύη.
Στην ελβετική πόλη, συναναστράφηκε με γνωστούς φιλέλληνες και προσπάθησε να προσεταιριστεί πιθανούς συμμάχους των επαναστατών. Χαρακτηριστική υπήρξε η σχέση του με τον τραπεζίτη Ζαν-Γκαμπριέλ Εϋνάρδο (Jean-Gabriel Eynard), ο οποίος ενίσχυσε οικονομικά τους Έλληνες με διόλου ευκαταφρόνητα ποσά, καθώς, επίσης, με τον εξάδελφο του Βρετανού Πρωθυπουργού Τζώρτζ Κάννινγκ, Στράτφορντ (Stratford Canning). Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, επέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη για επταετή θητεία, δημιουργώντας την πρώτη κεντρική διοίκηση. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) ήταν το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», ένα από τα σημαντικότερα συντάγματα της Ελληνικής Επανάστασης, που ψηφίστηκε από την Γ’ Εθνοσυνέλευση. Ήταν ιδιαίτερα φιλελεύθερο, καθιέρωσε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας («όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό») και κατοχύρωσε ατομικά δικαιώματα (όπως η θρησκευτική ελευθερία). Μετά την επιμονή του Κολοκοτρώνη , στην εθνοσυνέλευση αποφασίζεται να υπογραφεί η πρόσκληση προς τον Καποδίστρια. Η πρόσκληση της Εθνοσυνέλευσης στον Ιωάννη Καποδίστρια, που στάλθηκε στις 6 Απριλίου 1827 από τη Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, τον εξέλεξε ομόφωνα ως Κυβερνήτη της Ελλάδας για επταετή θητεία, ζητώντας του να αναλάβει τη διακυβέρνηση και τη διεθνή εκπροσώπηση της επαναστατημένης χώρας, ένα αίτημα που ο Καποδίστριας αποδέχτηκε, φέρνοντάς τον στην Ελλάδα για να ξεκινήσει την προσπάθεια συγκρότησης του νέου κράτους. Ήδη από την 18η Απριλίου 1823, η Β΄ Εθνική Συνέλευση είχε προαναγγείλει την Γ΄ Εθνική Συνέλευση. Και τούτο διότι τότε αποφασίσθηκε «να προσδιορισθή Εθνική Συνέλευσις εις ανάκρισιν του Πολιτεύματος μετά διετίαν». Κατ’ εφαρμογή της ως άνω απόφασης, η Γ΄ Εθνική Συνέλευση συγκλήθηκε για την 25η Σεπτεμβρίου 1825. Όμως, μετά από πολλές καθυστερήσεις, εξαιτίας της κακής τροπής του Απελευθερωτικού Αγώνα, η Γ΄ Εθνική Συνέλευση συνήλθε, την 6η Απριλίου 1826, στην Πιάδα. Είναι δε αξιοσημείωτο –φυσικά αρνητικώς, και για την οριστικοποίηση της θεσμικής θεμελίωσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους αλλά και για την πορεία του Απελευθερωτικού Αγώνα– ότι καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπήρχε ουσιαστικώς συνταγματική τάξη στην απελευθερωμένη Ελλάδα, εξαιτίας της μη εφαρμογής του «Νόμου της Επιδαύρου» του 1823. Τον Αύγουστο του 1826 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση διασπάσθηκε, λόγω της ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ «αγγλόφιλων» και «γαλλόφιλων». Και η μεν «αγγλόφιλη» τάση του συνήλθε στην Αίγινα, ενώ η «γαλλόφιλη» –στην οποία προστέθηκε η νεοσύστατη «ρωσόφιλη» τάση– συνήλθε στην Ερμιόνη. Η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Ερμιόνης πραγματοποίησε δέκα προκαταρκτικές συνεδριάσεις, από την 18η Ιανουαρίου του 1827 έως την 10η Φεβρουαρίου, και δεκαεπτά τακτικές, που άρχισαν την 11η Φεβρουαρίου και τελείωσαν την 17η Μαρτίου του ίδιου χρόνου. Από τις μεγάλες –και πάλι για τα δεδομένα και την συγκυρία εκείνης της εποχής– καινοτομίες του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» του 1827, οι οποίες αναδεικνύουν την φιλελεύθερη νοοτροπία του όσον αφορά τόσο τους Δημοκρατικούς Θεσμούς εν γένει όσο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, σταχυολογούνται, ενδεικτικώς, οι εξής:
α) Εμβληματική, στο θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, είναι η καθιέρωση ρυθμίσεων οι οποίες αναδεικνύουν, με ιδιαίτερη έμφαση, τις εγγυήσεις τήρησης της Δημοκρατικής Αρχής. Μεταξύ αυτών σπουδαιότερες κρίνονται:
α1) Πρώτον, οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού». Η επιρροή των ρυθμίσεων αυτών είναι και σήμερα ακόμη εμφανής, αν αναχθεί κανείς στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματός μας: «2. Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. 3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
α2) Δεύτερον, οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνεται η θεμελιώδης αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», «η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρεις εξουσίας. Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν». Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί βασίμως ότι ως προς αυτό το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, εμφανώς επηρεασμένο από το Σύνταγμα των ΗΠΑ του 1787, υιοθέτησε, προσθέτοντας στοιχειώδεις μηχανισμούς εξισορρόπησης καθεμιάς Εξουσίας έναντι των δύο άλλων, την θεμελιώδη αρχή της λειτουργίας του Πολιτεύματος μέσω των εγγυήσεων κατάλληλων «θεσμικών αντιβάρων» («Checks and Balances»).
β) Προς την ίδια κατεύθυνση πρέπει να επισημειωθεί και τούτο:
β1) Το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», καθιερώνοντας τον κανόνα πως κάθε Βουλευτής είχε το «δικαίωμα να ζητή και να λαμβάνη τας αναγκαίας πληροφορίας από τας γραμματείας περί παντός πράγματος συζητουμένου εις την Βουλήν», έθετε τις πρώτες βάσεις του κοινοβουλευτικού ελέγχου και, εν τέλει, της κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της Εκτελεστικής Εξουσίας.
β2) Διευκρινίζεται, επίσης, ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 η Βουλή «τροπολογεί και ακυρώνει τους νόμους, πλην των συνταγματικών». Με τον τρόπο αυτό –πλην άλλων συναφών– καθιερώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, και η υπεροχή του Συντάγματος έναντι του τυπικού νόμου και των, υποδεέστερων αυτού, κανονιστικού περιεχομένου κανόνων δικαίου. Με άλλες λέξεις το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 καθιέρωνε από τότε, με τρόπο ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο θεσμικώς, την δομή και την ιεραρχία της έννομης τάξης με βάση και κορυφή το Σύνταγμα.
2. Η συνταγματική κατοχύρωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Περαιτέρω το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», διακρίνεται εντόνως και σαφώς για την προσήλωσή του στις προωθημένες φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και όσον αφορά τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 δικαιώματος του αναφέρεσθαι: «Καθείς δύναται ν’ αναφέρεται προς την Βουλήν εγγράφως, προβάλλων την γνώμην του περί παντός δημοσίου πράγματος».
β6) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 ελευθερίας του τύπου: «Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα χωρίς προ εξέτασιν να γράφωσι, και να δημοσιεύωσιν ελευθέρως διά του τύπου ή αλλέως τους στοχασμούς και τα γνώμας των, φυλάττοντες τους ακολούθους όρους: α΄ Να μην αντιβαίνωσιν εις τας αρχάς της χριστιανικής θρησκείας. β΄ Να μην αντιβαίνωσιν εις την σεμνότητα. γ΄ Να αποφεύγωσι πάσαν προσωπικήν ύβριν και συκοφαντίαν».
γ) Τέλος είναι χαρακτηριστικό ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 διακηρύσσουν, πανηγυρικώς και εκτενώς, την απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας: «Κανένας τίτλος ευγενείας δεν δίδεται από την Ελληνική πολιτείαν και κανείς Έλλην εις αυτήν δεν ημπορεί, χωρίς την συγκατάθεσιν του Κυβερνήτου, να λάβη υπούργημα, δώρον, αμοιβήν, αξίωμα, ή τίτλον παντός είδους από κανένα μονάρχη, ηγεμόνα ή από εξωτερικήν επικράτειαν». Πριν την ψήφιση του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», την 1η Μαΐου 1827, κατά τα προεκτεθέντα η Γ΄ Εθνική Συνέλευση είχε προχωρήσει, προσβλέποντας σε άμεση εφαρμογή του, στην επιλογή ενός συστήματος Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με επικεφαλής μονοπρόσωπο όργανο, τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Ειδικότερα, την 27η Μαρτίου 1827 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση αποφάσισε, ομοφώνως, «η Νομοτελεστική δύναμις να παραδοθεί εις ένα και μόνον», προκειμένου ν’ αποφευχθούν στο μέλλον «όσα κακά επήγασαν εις το διάστημα του επταετούς αγώνος … από την πολυμέλειαν της Νομοτελεστικής Δυνάμεως». Την 8η Iανουαρίου 1828 ο Iωάννης Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο. Ανέλαβε τα καθήκοντά του την 11η Iανουαρίου 1828 στην Αίγινα, όταν του μεταβιβάσθηκε η Εκτελεστική Εξουσία από την «Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν». Η ορκωμοσία του ως πρώτου «Κυβερνήτη της Ελλάδος» πραγματοποιήθηκε την 26η Iανουαρίου 1828. Η κατάσταση που αντιμετώπισε, ευθύς εξ αρχής, ο Iωάννης Καποδίστριας ήταν, κατά την επιεικέστερη έκφραση, δραματική. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας λειτούργησε εφεξής ως μονοπρόσωπο κυβερνητικό όργανο, επικουρούμενος από τον «Γραμματέα της Επικρατείας» –πρώτος ορίσθηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης, προσκείμενος στο «αγγλικό κόμμα»– και από ένα στοιχειώδες Υπουργικό Συμβούλιο, του οποίου τα μέλη «παραδέχονται την διεύθυνσιν του Κυβερνήτου της Ελλάδος εις τα εμπιστευθέντα εις αυτούς έργα». Όταν ολοκληρώθηκαν αυτές οι θεσμικές διεργασίες, ο Ιωάννης Καποδίστριας αποφάσισε την σύγκληση, από κοινού με την Βουλή, της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης, εντός του Απριλίου του 1828 για την θέσπιση νέου Συντάγματος. Στο μεταξύ διευκρινίσθηκε ότι γίνεται αποδεκτό «σύστημα προσωρινής Κυβερνήσεως, θεμελιωμένου, εν τοσούτω, επάνω εις τας βάσεις των πράξεων της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνος».
Ο «Νόμος της Επιδαύρου» («Σύνταγμα του Άστρους του 1823») συνιστά μια μορφή κανονιστικής «γέφυρας» μεταξύ του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» και του «οριστικού», «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», του Συντάγματος της Τροιζήνας, το οποίο θεσπίσθηκε από την Γ΄ Εθνική Συνέλευση την 1η Μαΐου 1827. Πολλώ μάλλον όταν ο «Νόμος της Επιδαύρου» από την μια πλευρά διά της αναθεώρησης του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» του 1822 προετοίμασε, σε σημαντικό βαθμό, το όλο ρυθμιστικό πλαίσιο του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», του 1827. Και, από την άλλη πλευρά, καθιερώνοντας για πρώτη φορά -λόγω του ότι δεν συνιστούσε πια «προσωρινόν» Σύνταγμα- διατάξεις περί αναθεώρησής του και επιβεβαιώνοντας έτσι την κανονιστική του αρτιότητα, αφού ανταποκρινόταν σε βασικές απαιτήσεις της πεμπτουσίας ενός «αυστηρού» Συντάγματος, «άνοιγε τον δρόμο» στην Γ΄ Εθνική Συνέλευση, προκειμένου εκείνη να οριστικοποιήσει το αναγκαίο και επαρκές συνταγματικό πλαίσιο έως την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Συνταγματικό πλαίσιο, το οποίο κατά τις επιταγές της, «αναδυόμενης» τότε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας όφειλε να εδραιώνει στην βάση αλλά και στην κορυφή της ιεραρχίας της Έννομης Τάξης το Σύνταγμα, ως Θεμελιώδη Νόμο που εγγυάται, κατ’ εξοχήν, την Διάκριση των Εξουσιών, το Κράτος Δικαίου και την ακώλυτη, κατά το δυνατόν, άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.