Η ομολογία Μουρτζούκου, στην οποία επιχειρεί να αποδώσει τα εγκλήματά της σε διαταραγμένες γονεϊκές σχέσεις και σε δύσκολα παιδικά χρόνια, επαναφέρει μια επικίνδυνη τάση που συναντάται στο δημόσιο λόγο: την ανάγκη ορισμένων να ερμηνεύουν τα πάντα, ακόμα και το ακραίο κακό, υπό το πρίσμα ψυχολογικών αναλύσεων.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο το έχουμε δει να εκτυλίσσεται, στην υπόθεση Πισπιρίγκου, όπου για εβδομάδες ο δημόσιος διάλογος περιστρεφόταν γύρω από «τραύματα», «διαταραχές προσωπικότητας» και άλλες ψυχολογικές ερμηνείες, που σε πολλές περιπτώσεις κατέληγαν να λειτουργούν τρόπον τινά ως πιθανά ελαφρυντικά.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι σαφής και αδιαπραγμάτευτη: ορισμένες πράξεις δεν επιδέχονται ερμηνειών. Ορισμένα εγκλήματα συνιστούν μόνο εκδηλώσεις ενός αμιγούς, αδικαιολόγητου κακού. Και αυτό το κακό υπάρχει. Δεν αναζητά ερμηνείες ούτε χρειάζεται να ενδυθεί με ψευδοεπιστημονικούς μανδύες για να γίνει κατανοητό.
Η εμμονή ορισμένων τηλεοπτικών εκπομπών να αναλύουν το κάθε έγκλημα, δίνοντας δημόσιο βήμα σε κάθε είδους «ειδικούς» συχνά αυτόκλητους, που σπεύδουν να ψυχογραφήσουν το εκάστοτε πρόσωπο, συνιστά μία επικίνδυνη μορφή κανονικοποίησης της φρίκης. Μέσω τέτοιων αφηγήσεων, επιχειρείται η σχετικοποίηση του κακού, η μετάθεσή του σε κοινωνικά, οικογενειακά, ψυχολογικά πλαίσια, με ηθελημένο ή μη αποτέλεσμα να θολώνει το αυτονόητο.
Σαν άλλοι «Φώσκολοι» παρουσιαστές και πανελίστες, σκηνοθέτες και άλλοι συντελεστές μας επιβάλλουν εδώ και μήνες να γινόμαστε θεατές μιας καθημερινής σαπουνόπερας με πρωταγωνίστρια μια φρικτή δολοφόνο, σε σενάριο αληθινό. Και τρώγοντας το μεσημεριανό μας τείνει να αγγίξει τα όρια της ψυχαγωγίας μας.
Η υπόθεση Μουρτζούκου, στην πρόσληψή της, απαιτεί κυνικό ρεαλισμό και προσήλωση στα φρικτά αποτελέσματα ανεξαρτήτως αιτιών. Το ζητούμενο δεν είναι να κατανοήσουμε την πράξη ούτε να ερμηνεύσουμε την δράστιδα. Το ζητούμενο είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη. Δυσανάλογη, έστω, δικαιοσύνη. Και να μην επιτρέψουμε να γεννηθεί, έστω και υπόρρητα, η αίσθηση πως το κακό έχει πάντοτε μία λογική εξήγηση πίσω του.
Ορισμένα εγκλήματα είναι ακατανόητα ακριβώς επειδή αποτελούν την επιτομή του απόλυτου κακού. Και πρέπει να παραμείνουν έτσι.
