Μέσα στο κλίμα μιας ιστορικής αθυμίας, που θέλει εντούτοις να μεταβληθεί σε ηττοπάθεια κι έναν μίζερο μαζοχισμό, ανασαίνουν και τα μορφικά πρισματικά βιβλία παλιών και σημαντικών γνώριμων. Η Αρλέτα (για παράδειγμα) οσμιζόταν, όπως έλεγε, τον υπερθετικό βαθμό μιας ενέργειας, που δίκην σεισμού, προκαλεί ρήξεις στην επιφανειακή κρούστα και εκλύεται με τη μορφή των τραγουδιών της όπως και των κειμένων της όπου διαβάζαμε: «ο καλλιτέχνης είναι ένας τρελός με διεξόδους…».

Ο λόγος για εκείνο το τοτινό της βιβλίο «Από πού πάνε στην Άνοιξη». Σε αυτό το βιβλίο η λύπη ανθίζει κι είναι άκρως επίκαιρη για τα σημερινά παιδιά (όπως τα παιδιά του τότε) μια μόνιμη νοσταλγία παραμυθιού, αντικρίζοντας τη συλημένη νεολαία, τους ήχους που μας καταπίνουν, τον ήλιο που έγινε αφίσα, τα αυτοκίνητα που μας πυροβολούν, τον θάνατο της ουτοπίας, την ανοχύρωτη – σήμερα προπάντων !- τέχνη και τους λογής πόρνους των ΜΜ και της εξουσίας, την πανδαισία των φαστφουντάδικων και για κείνους που κατάλαβαν πως «η επανάσταση είναι για τους έξυπνους που την εξαργυρώνουν».

Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η παλιά μας γνώριμη που θεματοποιεί το κλίμα της παρακμής μας. Ας θυμηθούμε τη Μάρω Δούκα, σαν άλλο μας παράδειγμα. Σε μια κουβέντα της με τον Γιάννη Μπασκόζο αναπλάθει την «Αρχαία Σκουριά» με τη συλλογή διηγημάτων «Αθώοι και φταίχτες», «το δίκιο είναι ζόρικο πολύ». Κι όπως επισημαίνει πως πέρα από το μυθιστόρημα η τριλογία της είναι μια μελέτη για το πώς μετασχηματίζεται η χανιώτικη κοινωνία, μια μικρογραφία της Ελλάδας. Είναι κι αυτή ένα μεγάλο παιδί, όπως εμείς, είμαστε τέκνα του καιρού της σχιζοφρένειας-είμαστε λοιπόν αδέλφια μέσα στη σχιζοφρένεια κι η διαπίστωση κοινή: ότι δεν υπάρχει τίποτα. Ότι όλα τριγύρω μας είναι ένα τεράστιο, ευρύχωρο, ευήλιο τίποτα που μας τυραννάει, αλλά που έχουμε πλέον συνηθίσει να είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα του.