Άφεση αμαρτιών στις τράπεζες για το υψηλότατο «εξωτραπεζικό» επιτόκιο (16,50%) που επιβάλλουν στις πιστωτικές κάρτες, προσφέρει ο Άρειος Πάγος. Με την απόφαση αυτή κρίνεται νόμιμο το επιτόκιο αυτό αν και είναι μεγαλύτερο από εκείνο που επιβάλλουν συνήθως οι τράπεζες δημιουργώντας «θηλιά» στο λαιμό χιλιάδων κατόχων πιστωτικών καρτών. Ανατρέποντας μάλιστα εφετειακή απόφαση που είχε δικαιώσει.

Μάλιστα οι Αρεοπαγίτες ανέτρεψαν απόφαση του Εφετείου που ειχε δικαιώσει την καταναλώτρια θεωρώντας πως το επιτόκιο δεν είναι παράνομο, αφού ρητά προβλεπόταν στη σύμβαση που κατάρτησαν τα δύο μέρη. Με το σκεπτικό δε πως στα …ψιλά γράμματα της σύμβασης αναφερόταν το ύψος του επιτοκίου και ήταν ευκρινές και κατανοητό στην καταναλώτρια, οι αρεοπαγίτες επανέλαβαν πως δεν παραβιάσθηκε η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια.

«Οι οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις από τον σχετικό όρο του συμβολαίου είναι ευκρινείς για την καταναλώτρια, υπό την έννοια, ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτήν ως μέση καταναλώτρια, η οποία δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις…. Ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου ήταν για την καταναλώτρια σαφώς περιγεγραμμένος και προσδιορισμένος και η καταναλώτρια, μπορούσε να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ως προς το ύψος του επιτοκίου του».

Η καταναλώτρια ειχε παρει τον Νοέμβριο του 2004 πιστωτική κάρτα όταν το τραπεζικό επιτόκιο, όπως είχε καθορισθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το σχετικό νόμο, ανερχόταν σε ποσοστό 8% ετησίως, αλλά η Τράπεζα στο έντυπο του συμβολαίου το οποίο και υπέγραψε η ενδιαφερόμενη καταναλώτρια το έφτανε σε ποσοστό 15.90%.

Το Επιτόκιο αυτό υπολογίζεται επί του άληκτου πιστωθέντος κεφαλαίου, δηλαδή του υπολοίπου, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτό και η προβλεπόμενη εισφορά του νόμου 128/1975, με την άθροιση της οποίας το συνολικό ετήσιο επιτόκιο ανέβαινε σε ποσοστό 16,50%.