Σήμερα, κατά τις επτά και τέταρτο το πρωί, είμαι στα εκδοτήρια του σταθμού του metro στον Ευαγγελισμό, περιμένοντας την σειρά μου να βγάλω εισιτήριο για να έρθω στο γραφείο. Λίγο πριν από εμένα στην ουρά στέκεται μια γυναίκα με τρία παιδιά κι ένα μωρό στην αγκαλιά. Ήταν τσιγγάνα, φαινόταν και από το μελαμψό της δέρμα και από τα μακριά ρούχα που φορούσε. Ήταν πολύ νέα, δεν την έκανες πάνω από είκοσι πέντε ετών.
Το ότι ήταν τσιγγάνα, το επισημαίνω γιατί έχει σημασία για το τι ακολούθησε. Δίνει το εισιτήριο σε μια από τις γυναίκες, στο γκισέ, και την ρωτάει αν ισχύει. Αυτή το εξετάζει αλλά αργεί χαρακτηριστικά. Όλοι έχουμε αρχίσει να δυσανασχετούμε με την αργοπορία και τη βαρεμάρα της κυρίας του ταμείου, πόσο μάλλον η νεαρή τσιγγάνα που παρόλα αυτά δεν μιλούσε καθόλου.
Τη βλέπει λοιπόν η ταμίας, ακούει και τις διαμαρτυρίες στην ουρά και αρχίζει και τα βάζει με την κοπέλα. Αρπάχτηκε όμως πολύ χοντρά. «Τι κοιτάς έτσι μωρή, την ώρα στο εισιτήριο κοιτάζω. Άντε στο δ…», και πολλά άλλα «κοσμητικά» στη νεαρή μητέρα, τα οποία αδυνατώ να αναφέρω. Έχω μείνει στήλη άλατος από το περιστατικό. Είναι δυνατόν δημόσιος υπάλληλος να απευθύνεται με τόσο απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς σε κάποιον πολίτη; Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά και οι δύο πρωταγωνίστριες ήταν γυναίκες. Ούτε και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει ένας στοιχειώδης σεβασμός; Και στην τελική, τη γυναίκα δεν τη σεβάστηκε. Αυτά τα παιδάκια δεν τα σεβάστηκε;
Είμαι σίγουρη πως, επειδή η νεαρή μητέρα ήταν τσιγγάνα, η υπάλληλος την αντιμετώπισε με τόση απαξίωση. Η κοπέλα δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να δυσανασχετήσει, όμως δε μίλησε καθόλου ούτε πριν ούτε μετά τη διένεξη και το «στόλισμα» της αγενέστατης υπαλλήλου. Ούτε έκανε καμιά χειρονομία. Δεν ξέρω αν υπάρχει προϊστάμενος στο συγκεκριμένο σταθμό, αλλά όποιος και νά ‘ναι ή είχε ρεπό σήμερα ή τσάμπα τον πληρώνουν. Την δε υπάλληλο πρέπει να τη στείλουν σπίτι της σύντομα. Κάτι τέτοιες στιγμές σε κάνουν να θέλεις να φωνάξεις «έλεος»!
