Μην το πάρεις προσωπικά», του είπα βαριεστημένα, «αλλά ειλικρινά δεν με ενδιαφέρει καθόλου να μάθω τι σχέση έχεις με τον αδελφό σου και πού σας πήγαινε ο πατέρας σας όταν ήσασταν μικροί. Δεν με ενδιαφέρει να μάθω ούτε πώς πέρασες τη μέρα σου ούτε τι ταινίες σου αρέσουν.
Δεν με ενδιαφέρει, με λίγα λόγια, να μάθω τίποτα από τα προσωπικά σου δεδομένα, πέρα από το ότι βρίσκεσαι εδώ απόψε». Δεν ήταν μια αποτυχημένη απόπειρα να ακουστώ καταραμένα ρομαντική, ούτε το έπαιζα σκληρή για να του κινήσω το ενδιαφέρον. Ήμουν σκληρή. Δεν είχα συναισθήματα να δώσω, ούτε κόκκο συναισθήματος, και δεν με ενδιέφερε ούτε να πάρω – τουλάχιστον σε αυτό ήμουν δίκαιη.
Δεν με ενδιέφερε τίποτα, παρά μόνο να περάσουμε καλά το συγκεκριμένο βράδυ, όπως ακριβώς του είπα, μόνο που εκείνος δεν με πίστεψε. Γέλασε αμήχανα και συνέχισε να διηγείται, σαν να μη με είχε ακούσει, τη φορά που ο επτάχρονος αδελφός του κι εκείνος, τεσσάρων τότε, αποφάσισαν να φύγουν από το σπίτι για να γυρίσουν τον κόσμο. Προσποιήθηκα ότι με έπαιρνε ο ύπνος, χωρίς ίχνος χιούμορ, και του ζήτησα να κλείσει καλά την πόρτα όταν φύγει.
«Όταν αποφασίσεις να συνειδητοποιήσεις ότι πραγματικά δεν μου καίγεται καρφί να μάθω περισσότερα για σένα, για το πώς θα έρθουμε πιο κοντά ή για οτιδήποτε παρόμοιο μπορεί να ελπίζεις, πάρε με τηλέφωνο» ολοκλήρωσα κι εκείνος με κοίταξε χωρίς να πει τίποτα.
Ούτε είχα καταλάβει πώς είχε μπει στη ζωή μου. Μάλλον με το ζόρι. Τον θυμόμουν αμυδρά να με κοιτάζει έντονα στα γενέθλια μιας φίλης, ένα μήνα πριν, αλλά δεν του είχα δώσει καμία σημασία. Τον είχα ξαναδεί πρόσφατα, πάλι σε μια συγκέντρωση κοινών γνωστών, κι αυτή τη φορά είχε έρθει να μου μιλήσει με κάπως επιθετικό ύφος, με ένα ηλίθιο αστείο που δεν θα είχε καμία τύχη ακόμη κι αν ήμουν καλά. Δεν ήμουν καλά. Είχα μόλις βγει από μια σχέση που είχε τελειώσει άσχημα και, από το επόμενο πρωί κιόλας, είχα συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσα να νιώσω τίποτα απολύτως.
Ούτε απογοήτευση ούτε θυμό ούτε απελπισία ούτε ενοχές ούτε ανακούφιση. Δεν ένιωθα τίποτα. Σαν να είχα μόλις βγει από την κατάψυξη. Ήξερα πως αργότερα θα ξεσπούσα, όπως κι έγινε, αλλά εκείνη τη στιγμή όποιος βρισκόταν κοντά μου ένιωθε τη θερμοκρασία να πέφτει. Και σίγουρα δεν είχα καμία όρεξη να μπω σε μια νέα ιστορία. Αργότερα. Όχι τώρα. Τώρα απλώς θα περίμενα να ξαναρχίσω να νιώθω. Κι αυτός, σαν να είδε από την άλλη άκρη του δωματίου τη λάμπα του προβλήματος να ανάβει πάνω από το κεφάλι μου, ήρθε κατευθείαν να χτυπήσει με φόρα στον τοίχο.
Δεν είχα τίποτα να χάσω, δεν με ενδιέφερε τίποτα να κερδίσω και ήμουν όσο ειρωνική και αποθαρρυντική πίστευα ότι μπορούσα να είμαι. Δεν υποχώρησε – σαν το μόνο που χρειαζόταν να μάθει για να ξεκινήσει την πολιορκία ήταν το όνομά μου. Έπεσα σχεδόν αμέσως. Δεν ζύγισα τα υπέρ και τα κατά. Δεν τον ρώτησα τι κάνει στη ζωή του, πού μένει, γιατί τον φωνάζουν έτσι. Δεν με ένοιαζε. Αν το ήθελε αυτό, θα το είχε. Μόνο που του ξεκαθάρισα ότι δεν ήθελα να με ζαλίζει με προτάσεις για σινεμά, φαγητό, DVD, βόλτες, συζητήσεις.
Διαισθανόμουν θολά πως υπό κανονικές συνθήκες θα μου άρεσε, σε κάποιες άλλες διαστάσεις του χωροχρόνου, πως θα ταιριάζαμε – θα γελούσαμε σίγουρα. Αλλά δεν γελούσα ποτέ με τα αστεία του, όπως και δεν τον σύστηνα ποτέ στους φίλους μου, δεν του τηλεφωνούσα ποτέ για να βρεθούμε νωρίτερα από τις δύο το πρωί, δεν απαντούσα στα μηνύματά του, δεν τον άφηνα ποτέ να κοιμηθεί σπίτι μου. Μέχρι που ένα βράδυ που είχε καταφέρει με τα χίλια ζόρια να με πείσει να πιούμε ένα ποτό έξω πριν πάμε σπίτι μου, και ήταν τόσο χαρούμενος, γνώρισα κάποιον άσχετο στο μπαρ και τον φίλησα μπροστά του.
Και πάλι δεν ένιωσα τίποτα – ούτε καν ντροπή.
Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια για να καταλάβω τι είχα κάνει. Είχα στο μεταξύ «συνέλθει», αλλά αυτή η ιστορία έμενε πεισματικά κλειδωμένη στο μυαλό μου μέχρι που σιγά-σιγά, με πολύ αργές διαδικασίες, σαν η φρίκη να ήταν πολύ μεγάλη για να βγει συσσωρευμένη, άρχισα να συσχετίζω εκείνη την άγνωστη κοπέλα που δεν ένιωθε τίποτα κι εκείνο το αγόρι που είχε την ατυχία να βρεθεί στο δρόμο της τη συγκεκριμένη στιγμή μ’ εμένα κι εκείνον.
Και μετά εκείνον μ’ εμένα κι εμένα με κάποιον που με είχε πληγώσει έτσι μια φορά, όταν εγώ τα έδινα όλα και έπαιρνα πίσω λιγότερο κι από το τίποτα. Όταν, όσο κοντά του κι αν βρισκόμουν, ένιωθα ότι με είχε αφήσει μόνη σε ένα παγωμένο νησί. Όταν δεν καταλάβαινα πώς μπορεί να είναι κάποιος τόσο σκληρός και σαδιστής για να με κάνει να υποφέρω έτσι, χωρίς ουσιαστικά εκείνος να κερδίζει τίποτα. Όταν αναρωτιόμουν πώς το κάνει ένας άνθρωπος αυτό. Έτσι.
