Ώρα: 13.53 περίπου ΣΤΡΑΠΟΔΙ
Εν τω μεταξύ στο διαμέρισμα της Ρένας είχαν συνέλευση για τα κοινόχρηστα! Τώρα συζητούσαν το θέμα: Νοικοκυριό και Απολύμανση.
Ο Γιώργος και ο Γιάννης τοποθετούσαν τον Σκλαβενίτη στα ντουλάπια της κυρίας Ρένας. Πριν είχαν κάνει φασίνα. Mέχρι ταπεράκι είχαν βρει με μπιφτέκι – μπονσάι. Κλάδεμα ήθελε. Ο Γιάννης στοιβάζει με τάξη, βρίζοντας την Magic De Spell για το καναπεδάκι της, ένα συλλεκτικό κομμάτι από το σήριαλ «Ρετιρέ» που κοσμούσε το διαμέρισμα της Χαρούλας Πεπονάκη! «Σσσιχαίνομαι να βάλω τα dsquared παντελονάκια μου και τα we r replay μπλουζάκια μου στης βρωμονυχούς κυρίας Ρένας.», έλεγε και ξαναέλεγε σιχτιρίζοντας. «Αχ κυρία Κατσιμπάρδη μου!», αναπολούσε τα πάλια.
Ο Γιάννης αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στη «βρωμονυχού – ζαχαροπλάστρια», ανακαίνιση! Εξάλλου είχε μαγευτική θέα προς τη θάλασσα, αλλά μόνο στο ορίζοντα, γιατί πάνω- κάτω, δίπλα και γύρω-γύρω η μάγισσα-ζαχαροπλάστρια έβοσκε το κοπάδι των μαυρογατών της.
Ώρα: 14.45 μ.μ ΧΩΡΑ
Αποκλείεται να έβγαζα από την βαλίτσα τα μοντελάκια haute couture που είχα κουβαλήσει για τις 20ήμερες διακοπές μου για να τα τακτοποιήσω στο βρώμικο δωμάτιο της κυρίας Ιωάννας. Χώρια που αντιδρούσαν και οι Louis Vuitton της Φλώρας, είχαν πάει ήδη στο αυτοκίνητο και μας περίμεναν θυμωμένες.
Σαν φωτεινή επιγραφή αναβόσβηνε στο μυαλό μου το δωμάτιο της κυρίας Καίτης, δίπλα στο καφέ «Τζιν»!
Τι κυρία Ιωάννα, τι κυρία Καίτη. Κυρίες και οι δύο! Μόνο που η κυρία Καίτη ήταν αναντάμ παπαντάμ, πρωτευουσιάνα από τη χώρα, όχι στο Κάτω Λιβάδι με τα κοτέτσια.
Η βαριά αρχοντική πόρτα, αυτή βαμμένη, ανοίγει, λίγο, όμως, όχι πολύ και ξεπροβάλλει μια Μαντάμ…
Κυρία Καίτη: Είστε για τα δωμάτια; (Λέει κοιτώντας και τις δύο μας από πάνω μέχρι κάτω διερευνητικά. Το μονοκλόν της έλειπε για να αναφωνήσει «Πτωχοκομείων… Τι ζητάτε στην πόρτα μου, Μπίθουλα;»)
Χριστίνα – δηλαδή εγώ: Είμαι η Χριστίνα που μιλήσαμε στο τηλέφωνο για τα δωμάτια.
Κυρία Καίτη: Ααα, ναι!
Επιτέλους άνοιξε την πόρτα για να περάσουμε μέσα στο αρχοντικό της.
Κυρία Καίτη: Ναι, θυμάμαι. Σε είχα συμπαθήσει, λιγουλάκι. «Ακολουθήστε με», πτωχούλες μου συμπλήρωνε νοερά ένεκα που δεν μπορούσε πια να εκφράσει τα πραγματικά της συναισθήματα. Κατάρα στο σοσιαλισμό που ανάγκασε αφεντικά και δούλους να γίνουν ένα. Πού είναι οι παλιές βασιλικές εποχές; Αναπολούσε με το βλέμμα να κοιτάζει το κάδρο του τέως βρέφος στην αγκαλιά της Βασίλισσας Φρειδερίκης!
Λιγομίλητη, εξάλλου τι είχε να πει με έναν μια Μαντάμ Καίτη; Και τσαούσα.
Το σπίτι ήταν γεμάτο ανάγλυφα κομψοτεχνήματα, φιοριτούρες, φρεσκοβαμμένους τοίχους. Μας οδηγεί έξω από το δικό της αρχοντικό, πιο δίπλα, προφανώς ήταν το δωματιάκι υπηρεσίας.
Η χαρά μας δεν περιγράφεται. Η Φλώρα που έχει πάρει λίγο από το ύφος της κυρίας Καίτης επιδοκιμάζει. Μόλις αχνοδιαγράφονται από την μισάνοιχτη πόρτα δύο ξεχωριστά καθαρά κρεβατάκια μέσα στο δροσερό περιβάλλον με αγκάλιασε γλυκιά η νύστα! Ονειρευόμουν να ξαπλώσω και να αποκοιμηθώ εκεί σαν την ‘Ωραία Κοιμωμένη» του Χαλεπά. Ούτε το φιλί από το Βασιλόπουλο ούτε από τον Μασούτη θα με ξυπνούσε.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς φλυαρούσε η κυρία Καίτη, ώσπου μας το έσκασε το παραμυθάκι μου, μη με μαλώνεις. «Το έχω δώσει σε δύο αδελφές. Όχι τοιούτοι, ούτε νοσοκόμες, κανονικές αδελφές», μας ενημέρωσε η ντεμοντέ κυρία Καίτη. «Εσάς θα σας βολέψω αλλού, πιο κοντά μου. Μου αρέσετε λιγουλάκι, όπως προείπα», τέντωσε τα χειλάκια της σαν να χαμογέλασε, λιγουλάκι.
Ξαναγυρίζουμε στο αρχοντικό της. Η σκαλιστή πόρτα ξανά άνοιξε και φωτίστηκε η σκαλιστή ξύλινη στριφογυριστή σκάλα της «αρχόντισσας κυρίας Καίτης», όπως την θεωρούσα ως τότε.
Αποφασίζουμε να μείνουμε στο ευρύχωρο δωμάτιο. Έχουμε και πολλά πράγματα, πρέπει να βολέψουμε τα D&G, τα Lanvin και τις τσάντες της Φλώρας. Ήταν αυτόνομες προσωπικότητες. Φοβόμουν ότι αν τις έβλεπε θα μας το χρέωνε για τρίκλινο.
Καλό δωματιάκι, όχι σαν το «καλό» της κυρίας Ιωάννας, μέχρι που μας παρουσιάζει το μπάνιο…
Καθώς πλανάται το βλέμμα μου, σταματά απότομα πάνω στο γλυπτό αφηρημένης τέχνης που σκαρφίστηκε η Μαντάμ Καίτη!
Στην βρύση του νιπτήρα υπήρχε ένα καλώδιο συνδεδεμένο που το κοιτούσα, το κοιτούσα, το κοιτούσα μέχρι να βρω την κατάληξή του… Στο ακουστικό του ντουζ. Διεκδικούσε και πατέντα ευρεσιτεχνίας.
Φαντάζομαι ότι αν θέλεις να πλύνεις το πρόσωπό σου το πρωί, κοιτάς στο ταβάνι και κάνεις μπάνιο ή όταν βουρτσίζεις τα δόντια σου πάλι καταλήγεις να κάνεις μπάνιο ή αν πλένεις τα χέρια σου, πάλι το μπανάκι δεν το γλιτώνεις.
Αλλά τούτο θα μπορούσα να το δω σαν μια χαριτωμένη καινοτομία. Αργότερα ξεκίνησαν όλα.
Οι γκεσταμπίτικες ερωτήσεις της κυρίας Καίτης από τη Χώρα ανέδειξαν τον στριφνό της χαρακτήρα.
Κυρία Καίτη: Δεν πιστεύω να καπνίζετε;
Χριστίνα & Φλώρα: Όχι! (Με ένα στόμα μια φωνή σαν την χορωδία Τυπάλδου)
Κυρία Καίτη: Και η πόρτα… Να μην ξεχνάτε ανοιχτή την πόρτα, γιατί είναι η κεντρική είσοδος του αρχοντικού μου. Εγώ μένω από επάνω και κάνω ελαφρύ ύπνο, ξυπνάω με τον παραμικρό θόρυβο. Σαν πουλάκι κοιμάμαι. Αλήθεια αργείτε το βράδυ; Όπως σας τόνισα από επάνω μένω, γι’ αυτό να μην ξαγρυπνώ…
Χριστίνα & Φλώρα: Θα την κλείνουμε την πόρτα, μην ανησυχείτε. Θα κάνουμε ησυχία. Yes Madam!
Και καθώς γυρίζει για να φύγουμε, κάνει μια στροφή, σαν να χόρευε βαλς με τον βασιλιά Παύλο στα ανάκτορα και συμπληρώνει με γουρλωμένα μάτια:
Κυρία Καίτη: Αααα, παραλιγουλάκι να το ξεχάσω. Δεν πιστεύω να είστε στις μέρες σας;
Χριστίνα: Τι εννοείτε; (Μαντάμ Καίτη!)
Κυρία Καίτη: Να έχετε έμμηνον ρύση. Σερβιέτες, μην δω σερβιέτες! Τις σιχαίνομαι… («Θα σας σκοτώσω πτωχο-Μπίθουλες». Αυτό ήθελε να συμπληρώσει αλλά ας όψεται ο σοσιαλισμός.)
Χριστίνα & Φλώρα: Όχι, όχι.. Ποτέ.
Μας ξέφυγε το τελευταίο και έτοιμες ήμασταν να πούμε ότι έχουμε εμμηνόπαυση από το φόβο μας.
Κυρία Καίτη: Εντάξει. Την πόρτα, το θόρυβο, τις σερβιέτες και τα χαρτιά… Σας το είπα, μάλλον όχι, έχω και τόσα στο μυαλό μου, τα χαρτιά, απαγορεύεται να τα πετάτε στη λεκάνη. Ας μην σκουπίζεστε, εξάλλου δεν είναι και υγιεινό. Να πλένεστε.
Τα βλέμματά μας ασυναίσθητα καρφώθηκαν στο γλυπτό-νιπτηροντουζιέρα!
Εντάξει ο θόρυβος, θα πατάμε σαν τις γάτες. Εντάξει οι σερβιέτες, ευτυχώς δεν ήμασταν στις μέρες μας, αλλά τα χαρτιά; Δηλαδή έπρεπε να γίνουμε και ακροβάτες;
Έλεος, έλεος… φώναζα με το βλέμμα μου. Έπρεπε οπωσδήποτε να ξεφύγουμε από το «τσίρκο της Καίτης».
Κυρία Καίτη: Νομίζω ότι θα περάσουμε υπέροχα!
Χριστίνα & Φλώρα: Εντάξει.
Κυρία Καίτη: Μια ταυτότητα θέλω.
Ιδού η ευκαιρία που γυρεύαμε για να αποδράσουμε από το Γκουαντάναμο.
Χριστίνα: Δεν έχουμε μαζί μας. Θα πάμε μέχρι το αυτοκίνητο να φέρουμε τα πράγματα.
Όπως άνοιξε η λευκή βαριά σκαλιστή αρχοντική πόρτα και μας χάιδευαν οι ηλιαχτίδες, ένιωσα ότι ελευθερωθήκαμε από την ανήλιαγη φυλακή της κυρίας Καίτης, η οποία μας ήθελε παραπάνω από λιγουλάκι να της κρατούμε συντροφιά σαν υπηρετικόν προσωπικόν γι’ αυτό μας φόρτωσε το κλειδί.
Για πότε φτάσαμε στο καφέ Τζιν και από εκεί στην πλατεία της Χώρας ούτε που το καταλάβαμε. Το αυτοκίνητο ακόμη βογκούσε από τις βαλίτσες και τις θυμωμένες τσάντες της Φλώρας.
Το δίλημμα που απλωνόταν μπροστά μας τεράστιο: Κυρία Βρωμερή αξύριστη μασχάλη Ιωάννα, με Αποστολάκη, παππού με Αλτσχάιμερ και ασπρόμαυρη τηλεόραση ή κυρία «Μαντάμ Σουσού» Καίτη, χωρίς πίκλες, χωρίς σερβιέτες, τσιγάρο, θόρυβο, μόνο νιπτηροντουζιέρα.
Χωρίς να το προσυνεννοηθούμε αναφωνήσαμε κι δύο: Κυρία Ιωάννα… και θα ψάξουμε. Η απόφαση ελήφθη over.
Η Φλώρα ανέλαβε να επιστρέψει το κλειδί της φυλακής, που μας είχε υποχρεώσει σχεδόν, να το πάρουμε η κυρία Καίτη μας.
Κυρία Καίτη: Πάρτε το, γιατί μετά εγώ θα φύγω.
(Η Φλώρα ήθελε να της απαντήσει, «Στο καλό, Καλή τύχη να έχεις!» Όμως…)
Φλώρα: Θα σας βρούμε οπουδήποτε κι αν είστε!
Συνεχίζεται…
