Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Ο Δημήτρης και η Μαρία (κάπως έτσι δεν λέγονταν;) ένα ζευγάρι που έμενε στην Αγία Παρασκευή, αρχές με μέσα δεκαετίας ’70. Στον έξω κόσμο έδειχναν πόσο ερωτευμένοι ήταν. Αγκαλιές, φιλιά και όλοι ζήλευαν τον έρωτά τους. Αλλοίμονο, όμως, όταν έκλεινε η πόρτα. Καβγάδες τρελοί και πολύ ξύλο.
Βλέπω ανθρώπους στο δρόμο, αμέριμνοι περπατούν και σκέφτομαι τι να κρύβουν άραγε μέσα τους, είναι όντως έτσι τα πράγματα με τη ζωή τους, όπως δείχνουν ή έχουν κάποιους άλλους εαυτούς που καραδοκούν έτοιμοι να τσακίσουν τον σύντροφό τους ανά πάσα στιγμή, σκεπτόμενοι «έλα μωρέ τώρα, μια κακιά στιγμή ήταν, πώς κάνεις έτσι;», ώστε να πάρουν τη συχώρεση μέχρι την επόμενη κακιά στιγμή.
Μετά, όμως, από μερικά χρόνια, εκείνος άρχισε να νευριάζει όλο και περισσότερο και εκείνη να παθαίνει ημικρανίες. Το πρόβλημα ήταν ότι όταν εκείνος γύριζε από τη δουλειά του 9 στις 10 φορές ήταν φουσκωμένος από τα νεύρα του και αρπαζόταν με το παραμικρό, έβαζε τις φωνές και μοίραζε χαστούκια. Αργότερα, άρχισε να κλωτσάει κιόλας, να ρίχνει τσιμπιές, μια φορά την πέταξε κάτω από το κρεβάτι, την έκλεισε έξω.
Καλά, καθόταν εκείνη έτσι σαν το σακί και τις έτρωγε; Ήξερε και καράτε. Ποτέ, όμως, δεν μπόρεσε να τον χτυπήσει, ούτε να αμυνθεί, αλλά καθόταν και έβλεπε να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια της το δράμα της. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Ντρεπόταν.
Τι να πει άλλωστε; Ότι για μια ακόμη φορά κάθισε σαν το χάπατο και την έκανε τόπι μπροστά στα μάτια του παιδιού, που είχε χωθεί κάτω από το κρεβάτι;
Μία φορά, στην αρχή, αντιστάθηκε και του έδωσε μια σφαλιάρα και αυτός τη χτύπησε στο κεφάλι με… δεν θυμάται τι ήταν, κατσαρόλα, τηγάνι, πιάτο… μόνο ότι έπεσε κάτω και μετά ξύπνησε στο νοσοκομείο… Ευτυχώς, ένα καρούμπαλο, μία διάσειση και πληγωμένη υπερηφάνεια. Το ζευγάρι τελικά χώρισε.
Το θέμα που απασχολεί είναι η βία μέσα στο ζευγάρι. Πόσες φορές δεν ερχόμαστε στο σπίτι έξαλλοι, είτε γιατί ο διευθυντής μας έκανε γυμνάσια είτε γιατί εμείς δεν καταφέραμε να πετύχουμε τους στόχους μας; Πάντα βρίσκονται οι 1.000 λόγοι να επιστρέψουμε με νεύρα. Και τι τα κάνουμε τα νεύρα;
Αν τα καταπιούμε, θα αρρωστήσουμε. Άρα, πρέπει να τα βγάλουμε προς τα έξω. Ωραία! Προς τα πού, παρακαλώ;
Λέει κάποιος ότι ο ήρεμος διάλογος με τον/τη σύντροφό μας, θα μας ηρεμήσει κλπ, κλπ. Σίγουρα μπορεί και να γίνει αυτό, εφόσον είμαστε ώριμοι και σαν άνθρωποι και σαν μέλη της σχέσης.
Η εκτόνωση του ανώριμου θυμωμένου συζύγου, όμως, είναι οι φωνές, οι βρισιές, ο βιασμός της συζύγου όχι μόνο ο σεξουαλικός, υπάρχει και ο ηθικός, οι καβγάδες και πάει λέγοντας, όσο χρειάζεται, ώστε να εκτονωθεί η πίεση. Και μετά «γονυπετής σου ζητώ συγνώμη αγάπη μου, ήταν η κακιά στιγμή…» και να οι ανθοδέσμες, να τα δαχτυλίδια. Και μετά πάλι τα ίδια.
Και αν τώρα ο/η σύζυγος έχει πείρα από ξυλοδαρμούς, γιατί τους βίωνε σαν παιδί, όταν οι γονείς του καβγάδιζαν άσχημα, το ίδιο θα κάνει και στην τωρινή οικογένειά του. Ο πόνος του τότε, ελάχιστα τον/την ευαισθητοποίησε σαν άνθρωπο..
Και το φοβερότερο από όλα είναι ότι ζευγάρια τέτοιου τύπου δεν είναι λίγα. Οι περισσότεροι δαρμένοι σύζυγοι επιλέγουν να συνεχίζουν να συμμετέχουν/ανέχονται αυτό το έγκλημα, που γίνεται εις βάρος τους, μην τολμώντας ούτε τη φυγή.
