Ρεπορτάζ: Αντώνης Ζήβας

Παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις εκτεταμένες δυτικές κυρώσεις, η Ρωσία καταγράφει σήμερα αριθμό-ρεκόρ δισεκατομμυριούχων.

Την ίδια ώρα, όμως, η πολιτική ισχύς της οικονομικής ελίτ της χώρας, έχει σχεδόν εκμηδενιστεί. Όπως επισημαίνει το BBC, στα 25 χρόνια παραμονής του Βλαντίμιρ Πούτιν στην εξουσία, οι άλλοτε πανίσχυροι Ρώσοι ολιγάρχες έχουν μετατραπεί σε πλούσιους χωρίς πραγματικό πολιτικό λόγο.

Για το Κρεμλίνο, η εξέλιξη αυτή συνιστά στρατηγική επιτυχία. Οι κυρώσεις της Δύσης δεν κατάφεραν να μετατρέψουν τους Ρώσους δισεκατομμυριούχους σε εσωτερικούς αντιπάλους του καθεστώτος, ενώ η πολιτική «καρότου και μαστιγίου» του Πούτιν φαίνεται να τους έχει εγκλωβίσει σε μια κατάσταση σιωπηρής συναίνεσης.

Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Όλεγκ Τίνκοφ, πρώην τραπεζικού μεγιστάνα και ιδρυτή της Tinkoff Bank. Μία ημέρα μετά την ανάρτησή του στο Instagram, στην οποία χαρακτήριζε τον πόλεμο «τρελό», συνεργάτες του δέχθηκαν τηλεφώνημα από το Κρεμλίνο. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: είτε η Τράπεζα θα περνούσε σε κρατικό έλεγχο, είτε θα έπρεπε να κοπούν όλοι οι δεσμοί με τον ιδρυτή της.

«Δεν υπήρχε περιθώριο διαπραγμάτευσης. Ήμουν σαν όμηρος, αποδέχεσαι ό,τι σου προσφέρουν», δήλωσε αργότερα ο Τίνκοφ στους New York Times. Λίγο μετά, εταιρεία που συνδέεται με τον Βλαντίμιρ Ποτάνιν, τον πέμπτο πλουσιότερο άνθρωπο της Ρωσίας και βασικό προμηθευτή νικελίου για κινητήρες μαχητικών αεροσκαφών, ανακοίνωσε την εξαγορά της Τράπεζας. Σύμφωνα με τον Τίνκοφ, το τίμημα αντιστοιχούσε μόλις στο 3% της πραγματικής αξίας της. Ο ίδιος έχασε σχεδόν 9 δισ. δολάρια και εγκατέλειψε τη χώρα.

Η σημερινή πραγματικότητα απέχει δραματικά από τη δεκαετία που ακολούθησε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν μια μικρή ομάδα επιχειρηματιών απέκτησε τεράστιες κρατικές επιχειρήσεις και μετέτρεψε τον οικονομικό της πλούτο σε πολιτική επιρροή. Τότε γεννήθηκε το φαινόμενο των ολιγαρχών.

Ο πιο ισχυρός από αυτούς, ο Μπόρις Μπερεζόφσκι, είχε ισχυριστεί ότι διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του Πούτιν στην προεδρία το 2000. Το 2012, ζήτησε συγχώρεση για εκείνη την επιλογή, γράφοντας πως δεν είχε προβλέψει «τον μελλοντικό άπληστο τύραννο και σφετεριστή». Έναν χρόνο αργότερα, βρέθηκε νεκρός στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ζούσε εξόριστος — σε μια περίοδο που η ρωσική ολιγαρχία είχε ουσιαστικά τεθεί εκτός παιχνιδιού.

Όταν, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, λίγες ώρες μετά την εντολή για τη γενικευμένη εισβολή στην Ουκρανία, ο Πούτιν κάλεσε τους πλουσιότερους Ρώσους στο Κρεμλίνο, όλοι γνώριζαν ότι οι περιουσίες τους θα δεχθούν ισχυρό πλήγμα. Οι επιλογές τους, ωστόσο, ήταν περιορισμένες. «Ελπίζω ότι σε αυτές τις νέες συνθήκες θα συνεργαστούμε εξίσου καλά και αποτελεσματικά», τους είπε ο Ρώσος Πρόεδρος. Δημοσιογράφος που παρευρέθηκε στη συνάντηση περιέγραψε τους επιχειρηματίες ως «χλωμούς και άυπνους».

Σύμφωνα με το Forbes, μέσα σε μόλις δύο μήνες, έως τον Απρίλιο του 2022, ο αριθμός των Ρώσων δισεκατομμυριούχων μειώθηκε από 117 σε 83, εξαιτίας των κυρώσεων, της πτώσης του ρουβλίου και της αναστάτωσης που προκάλεσε ο πόλεμος. Οι συνολικές απώλειες έφτασαν τα 263 δισ. δολάρια, δηλαδή περίπου το 27% της συνολικής τους περιουσίας.

Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια ανέδειξαν μια διαφορετική εικόνα. Η πολεμική οικονομία και οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες οδήγησαν σε ανάπτυξη άνω του 4%, τόσο το 2023, όσο και το 2024, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες ακόμη και για όσους δεν είχαν άμεση εμπλοκή με την αμυντική βιομηχανία.

Όπως σημειώνει ο Τζιάκομο Τονίνι, περισσότεροι από τους μισούς Ρώσους δισεκατομμυριούχους το 2024 είτε συμμετείχαν στον εφοδιασμό του στρατού, είτε ωφελήθηκαν άμεσα από την εισβολή. «Όποιος δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στη Ρωσία χρειάζεται αναγκαστικά μια σχέση με την Κυβέρνηση», δήλωσε στο BBC. Την ίδια χρονιά, η Ρωσία κατέγραψε ιστορικό υψηλό με 140 δισεκατομμυριούχους στη λίστα του Forbes και συνολική περιουσία 580 δισ. δολαρίων, μόλις τρία δισ. λιγότερα από το προπολεμικό ρεκόρ.

Παράλληλα, το Κρεμλίνο φρόντισε να στείλει σαφή μηνύματα σε όσους αμφισβήτησαν τη γραμμή του. Η υπόθεση του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι παραμένει χαρακτηριστική: ο πρώην πετρελαϊκός μεγιστάνας πέρασε δέκα χρόνια στη φυλακή μετά τη δημιουργία φιλοδημοκρατικής οργάνωσης και την εθνικοποίηση της Yukos.

Μετά την εισβολή, η συντριπτική πλειονότητα των Ρώσων μεγιστάνων επέλεξε τη σιωπή. Όσοι μίλησαν δημόσια, εγκατέλειψαν τη χώρα και έχασαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους. Αν και αρκετοί τέθηκαν στο στόχαστρο δυτικών κυρώσεων, ο στόχος της αποσταθεροποίησης του Κρεμλίνου δεν επιτεύχθηκε.

«Η Δύση έκανε ό,τι μπορούσε για να συσπειρώσει τους Ρώσους δισεκατομμυριούχους γύρω από τη σημαία», σχολιάζει ο Αλεξάντερ Κολιάντρ από το Center for European Policy Analysis, επισημαίνοντας ότι το πάγωμα λογαριασμών και οι κατασχέσεις ενίσχυσαν τελικά τον έλεγχο του Πούτιν.

Το κενό που άφησε η αποχώρηση ξένων εταιρειών μετά την εισβολή καλύφθηκε από φιλοκρεμλινικούς επιχειρηματίες, οι οποίοι απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία σε χαμηλές τιμές. Όπως τονίζει η Αλεξάντρα Προκοπένκο από το Carnegie Russia Eurasia Center, διαμορφώθηκε ένας νέος «στρατός πιστών», του οποίου η ευημερία συνδέεται άμεσα με τη συνέχιση της σύγκρουσης με τη Δύση.

Μόνο το 2024, 11 νέοι δισεκατομμυριούχοι αναδείχθηκαν μέσα από αυτή τη διαδικασία. Παρά τον πόλεμο και τις κυρώσεις,  ο Βλαντίμιρ Πούτιν εξακολουθεί να διατηρεί ασφυκτικό έλεγχο στους βασικούς παίκτες της ρωσικής οικονομικής και πολιτικής σκηνής.