Ορίστηκε στην Τουρκία η ημερομηνία της δίκης των 402 κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και ο Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος απομακρύνθηκε από το αξίωμά του στο πλαίσιο της έρευνας για «διαφθορά» κατά του Δήμου της Κωνσταντινούπολης, όπως αναφέρει το πρακτορείο ειδήσεων του Αζερμπαϊτζάν, APA, επικαλούμενo τουρκικά μέσα ενημέρωσης.

Σύμφωνα με την απόφαση του 40ου Ανώτατου Ποινικού Δικαστηρίου της Κωνσταντινούπολης, η δίκη θα ξεκινήσει στις 9 Μαρτίου 2026, στις 10 το πρωί, στην αίθουσα του δικαστηρίου που βρίσκεται στο Σωφρονιστικό Συγκρότημα Μαρμαρά.

Από τους 402 κατηγορούμενους οι 105 βρίσκονται υπό κράτηση, καθώς κρίθηκαν προφυλακιστέοι. Ο Εκρέμ Ιμάμογλου κατηγορείται για 142 αδικήματα με την εισαγγελία να ζητά την καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης η οποία κυμαίνεται από 828 έτη και 2 μήνες έως 2.352 έτη.

Το έγγραφο περιέχει κατηγορίες εναντίον του Ιμάμογλου για πολλά αδικήματα, μεταξύ των οποίων «ίδρυση και ηγεσία οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη εγκλήματος», «δωροδοκία», «νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» και «απάτη με πρόκληση ζημίας σε κρατικούς θεσμούς». Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν επίσης πράξεις όπως παράνομη συλλογή και διάδοση προσωπικών δεδομένων, απόκρυψη αποδεικτικών στοιχείων, υποκλοπή επικοινωνιών, ζημιά σε κρατική περιουσία, παρέμβαση σε διαγωνισμούς και παραβίαση της περιβαλλοντικής και φορολογικής νομοθεσίας.

Άρθρο του Ιμάμογλου στο «Foreign Affairs»

Εν τω μεταξύ, ο Εκρέμ Ιμάμογλου σε άρθρo του, που δημοσιεύεται στο γνωστό περιοδικό επί των διεθνών σχέσεων «Foreign Affairs», υποστηρίζει ότι η προσωπική του υπόθεση αποτελεί ένδειξη αποδόμησης της δημοκρατίας στην Τουρκία και τονίζει ότι από τότε που εξελέγη δήμαρχος Κωνσταντινούπολης οι αρχές προσπαθούν να τον εξουδετερώσουν νομικά, με αποκορύφωμα τη σύλληψή του και ένα ογκώδες κατηγορητήριο που τον παρουσιάζει ως «αρχηγό εγκληματικής οργάνωσης», με κατασκευασμένες κατηγορίες και αδιαφανείς διαδικασίες, χωρίς να μπορεί ούτε η υπεράσπισή του να δει το υλικό.

Κατά την άποψή του, η υπόθεση δεν αφορά τη δικαιοσύνη αλλά την πολιτική επιβίωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επειδή κέρδισε επανειλημμένα τους εκλεκτούς υποψηφίους του προέδρου στον Δήμο της Κωνσταντινούπολης και είναι πλέον υποψήφιος αντίπαλός του για την προεδρία της χώρας μέχρι το 2028. Οι διώξεις εις βάρος του στοχεύουν, όπως σημειώνει, στον στραγγαλισμό και την ασφυξία της αντιπολίτευσης και στη διαμόρφωση ενός πολιτικού πεδίου χωρίς πραγματικό ανταγωνισμό. Παρά ταύτα, επισημαίνει ότι οι ειρηνικές διαδηλώσεις πολιτών μετά τη σύλληψή του δείχνουν ότι η κοινωνία παραμένει προσηλωμένη στην προοπτική έντιμης, ικανής και αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης και πως η πορεία επιστροφής σε δημοκρατικό κράτος δικαίου και εξωτερική πολιτική με συνοχή παραμένει ανοικτή.

Ο Εκρέμ Ιμάμογλου απορρίπτει στο άρθρο του τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση επικαλείται «στρατηγική αυτονομία» στην εξωτερική πολιτική και αντιπροτείνει την έννοια της «στρατηγικής ανθεκτικότητας», η οποία προϋποθέτει εσωτερική νομιμοποίηση, κράτος δικαίου και λειτουργικούς θεσμούς. Υποστηρίζει ότι ένα κράτος που φιμώνει τους πολίτες του δεν μπορεί να μιλά πειστικά στον έξω κόσμο, ούτε μια διχασμένη κοινωνία να εκπέμπει σταθερότητα, άρα η ενότητα και η δημοκρατική θεσμική τάξη αποτελούν προϋποθέσεις για πραγματικά αυτόνομες επιλογές στην εξωτερική πολιτική.

Ο φυλακισμένος δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, μιλώντας εξ ονόματος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προτείνει στροφή σε προβλέψιμη οικονομική διακυβέρνηση, ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας, στήριξη της καινοτομίας, της πράσινης μετάβασης και της ψηφιακής οικονομίας, καθώς και διαμόρφωση τεχνολογικής πολιτικής που θα προστατεύει κρίσιμες υποδομές, δεδομένα και εθνικά συμφέροντα.

Στην εξωτερική πολιτική, το κείμενό του στηλιτεύει την «αυτοσχεδιαστική» και προσωποκεντρική γραμμή της τελευταίας δεκαετίας, που συνέδεσε την εξωτερική πολιτική με την εσωτερική εδραίωση της εξουσίας. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρει την αγορά των ρωσικών S-400, την εργαλειοποίηση των αιτήσεων ένταξης Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ ως διαπραγματευτικού μοχλού, τις απότομες αλλαγές πολιτικής απέναντι σε Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ και την απομάκρυνση από τις μεταρρυθμίσεις που συνδέονταν με την ενταξιακή πορεία προς την ΕΕ. Αυτές οι επιλογές, κατά την ανάλυσή του, απομόνωσαν την Τουρκία από τους Ευρωπαίους εταίρους, επιβάρυναν τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, περιόρισαν την επιρροή της στα διεθνή fora και ενίσχυσαν τις αμφιβολίες για τη αξιοπιστία της μακροπρόθεσμα στο ΝΑΤΟ.

Όσον αφορά την Ευρώπη, ο Ιμάμογλου υποστηρίζει ότι η Τουρκία πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη θέση της όχι μόνο στις δομές ασφάλειας της ηπείρου, αλλά και στα νομικά και οικονομικά της πλαίσια. «Πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε μια εκσυγχρονισμένη τελωνειακή ένωση, σε απλούστερες και πιο προβλέψιμες διαδικασίες έκδοσης βίζας για τους Τούρκους πολίτες, στην ενεργό συμμετοχή στις ψηφιακές και πράσινες ατζέντες της Ευρώπης και στην επιστροφή στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, τη μεγαλύτερη πανευρωπαϊκή συμφωνία για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, από την οποία η Τουρκία αποχώρησε το 2021» σημειώνει ο Εκρεμ Ιμάμογλου που τονίζει ακόμη:

«Η Τουρκία πρέπει να συνεργαστεί εποικοδομητικά με την ΕΕ για την επίλυση μακροχρόνιων ζητημάτων στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στην Κύπρο, όπου οι μονομερείς ενέργειες τόσο της ελληνοκυπριακής όσο και της προηγούμενης “τουρκοκυπριακής διοίκησης” και η σκληρή ρητορική από την ελληνική πλευρά έχουν παγώσει τις συνομιλίες».

Το κείμενο τονίζει ότι η Ατλαντική Συμμαχία παραμένει η ραχοκοκαλιά της αποτροπής και της διαχείρισης κρίσεων για την Τουρκία, άρα απαιτείται αποκατάσταση εμπιστοσύνης στο ΝΑΤΟ και εξεύρεση λύσης για το ζήτημα των S-400 που προκάλεσε κυρώσεις και απομάκρυνση από το πρόγραμμα F-35. Για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, σημειώνει ότι η προσωπική χημεία με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ δεν αρκεί για σταθερή συνεργασία και ότι χρειάζεται θεσμοθετημένος διάλογος σε θέματα άμυνας, τεχνολογίας, τρομοκρατίας και ενεργειακής ασφάλειας, ώστε η σχέση να πάψει να εξαρτάται από συγκυριακές ισορροπίες.

Όσον αφορά τις σχέσεις με Ρωσία και Κίνα, το κείμενο δεν προτείνει ρήξη αλλά «διαφάνεια και θεσμικότητα», αποφεύγοντας προσωπικές συμφωνίες που γεννούν αδιαφανείς δεσμεύσεις και αυξάνουν την ευαλωτότητα της Τουρκίας σε πιέσεις.