Ναι μεν αλλά είναι η προσέγγιση της Moody’s για την διαδικασία επαναγοράς του ελληνικού χρέους και τα αποτελέσματά της. Σε έκθεση που δημοσίευσε, οι αναλυτές χαρακτηρίζουν το γεγονός credit possitive event, δεδομένου ότι η δόση των 34,4 δισ. ευρώ συμπεριλαμβάνει κεφάλαια για τις τράπεζες. Οι αλλαγές που επιφέρει όμως το buyback δεν επηρεάζουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της πιστοληπτικής εικόνας της χώρας καθώς η δυναμική του χρέους παραμένει ανεξέλεγκτη.

Συνολικά, η επαναγορά χρέους εμπεριέχει θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία για τις ελληνικές τράπεζες, τα οποία όμως δεν αλλάζουν θεμελιωδώς την πιστοληπτική τους ικανότητα. Οι ελληνικές τράπεζες θα λάβουν τίτλους καλύτερης ποιότητας (ομόλογα του EFSF περίπου 4,9 δισ. ευρώ με αξιολόγηση Αα1), ανταλλάσσοντας ελληνικά κρατικά ομόλογα (αξιολόγησης C) ονομαστικής αξίας 14,6 δισ. ευρώ. Το γεγονός αυτό ενισχύει τη συνολική ποιότητα των assets που κατέχουν και κατά κάποιο τρόπο μειώνει τη γενικότερη έκθεσή τους στο υπερχρεωμένο ελληνικό δημόσιο.

Τα ομόλογα του EFSF θα οδηγήσουν σε μείωση του κόστους δανεισμού για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς θα είναι επιλέξιμα ως ενέχυρα για να λάβουν άμεσα ρευστότητα από την ΕΚΤ, με μέσο όρο κόστους στο 1%, έναντι 3% που είναι το κόστος χρηματοδότησης από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας ELA. Το όφελος από τη μείωση του κόστους δανεισμού εκτιμάται σε περίπου 100 εκατ. ετησίως.

Οι τράπεζες θα είναι σε θέση να εγγράψουν κάποια άμεσα κέρδη αυτό το χρόνο, εξαιτίας του γεγονότος ότι η τιμή της επαναγοράς είναι υψηλότερη από τη λογιστική αξία στα βιβλία των τραπεζών. Τα πιθανά έκτακτα κεφαλαιακά κέρδη για τις τράπεζες τοποθετούνται κοντά στα 1,5 δισ. ευρώ.

Οι ελληνικές τράπεζες «παραιτούνται» από δυνητικά κέρδη της τάξης των 9 δισ. ευρώ, από την πιθανή βελτίωση των τρεχουσών αποτιμήσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων, δεδομένου ότι οι οικονομικές συνθήκες θα βελτιωθούν.

Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διαθέτουν υψηλή έκθεση, της τάξης των 17 δισ. ευρώ σε έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου, τα οποία η κυβέρνηση δεν αναμένεται να καταφέρει να μην ανακυκλώσει λόγω των χρηματοδοτικών αναγκών που προκύπτουν. Στην πραγματικότητα, παρά την άμεση μείωση της γενικότερης έκθεσης των τραπεζών στο ελληνικό δημόσιο, η πιστοληπτική τους ικανότητα παραμένει συνδεδεμένη με την Ελλάδα.

Επιμέλεια: Αννίτα Τριανταφυλλοπούλου