Προσπάθεια για τη δημιουργία κλίματος κατασκευής ενόχων καταλόγισε σήμερα στο ΠΑΣΟΚ ο πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης της ΝΔ, Ευάγγελος Μπασιάκος, ο οποίος χαρακτήρισε αόριστο και δίχως νομική βάση το πόρισμα του κυβερνόντος κόμματος για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου.

Ο κ. Μπασιάκος αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή ή σχέση του με την διευθύντρια Πολιτικής Γης, Σταματίνα Μαντέλη, την οποία και χαρακτήρισε ως «κατάπτυστη μάρτυρα». «Ποτέ δεν μίλησα με την κ. Μαντέλη. Είναι πρωτοφανής και αήθης η συμπεριφορά της. Επινόησε τα ονόματα γιατί έτσι καθοδηγήθηκε. Η ίδια το είχε καταθέσει ρητά πριν αλλάξει την κατάθεση της. Μέχρι ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα ασχολείται με αυτή την κατάπτυστη μάρτυρα».

«Η πλειοψηφία της Βουλής προχωρά στη πρόταση αυτή χωρίς στοιχεία για λόγους εντυπωσιασμού και μόνο. Χωρίς έλεγχο πόθεν έσχες», υποστήριξε ο πρώην υπουργός για να διερωτηθεί στη συνέχεια: «Τι σκάνδαλο είναι αν δεν μπορεί να εντοπιστεί η ροή πολιτικού χρήματος;». «Δεν αγόρασα ποτέ τίποτα και αυτό αποδεικνύεται από τα πόθεν έσχες που κατέθετα στη Βουλή», τόνισε ο Ε. Μπασιάκος.

Παράλληλα, υποστήριξε ότι ως υπουργός δεν είχε καμία αρμοδιότητα να ερευνήσει την νομιμότητα της κυριότητας των ανταλλαγών, ούτε ποτέ έκανε εκτίμηση ή υπερεκτίμηση ακινήτων ή υπέγραψε πράξη μεταβολής περιουσίας του δημοσίου ενώ επεσήμανε ότι δεν υπάρχει κανένα αδίκημα για ψευδείς βεβαιώσεις ούτε θέμα απιστίας.

Απέρριψε δε, κατηγορηματικά την κατηγορία για ηθική αυτουργία λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ηθική αυτουργία σε νόμιμη πράξη υπαλλήλου δεν νοείται. Εγώ απευθύνομαι με στοιχεία στη Βουλή. Το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι προκαθορισμένο. Κρίμα που αναζητείται σε εμένα το σκάνδαλο».

Ο πρώην υπουργός επέμεινε πολλές φορές λέγοντας: «Δεν είχα καμία σχέση ούτε με ανταλλαγές ούτε με υποτιμήσεις ή υπερεκτιμήσεις ή με τα τελικά συμβόλαια».

Τέλος, ανέφερε ότι «ο υπουργός δεν μπορούσε να διαφωνήσει με γνωμοδοτήσεις και εισηγήσεις ούτε του ΝΣΚ ούτε της ΚΕΔ που αποφάσισε να αναλάβει όλες τις διαδικασίες» και πρόσθεσε ότι «δεν είναι δυνατό να ευθύνεται ένας υπουργός για τον κανονισμό λειτουργίας των υπηρεσιών».