Ο Γιώργος Γκιόκας έχοντας μόλις τελειώσει τη δραματική σχολή, κάνει τα πρώτα του βήματα στο επαγγελματικό θέατρο. Ο ταλαντούχος ηθοποιός συμμετέχει στην επιτυχημένη παράσταση «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ» στο θέατρο Αγγέλων Βήμα, σε σκηνοθεσία Αλέξιου Κοτσώρη, όπου ενσαρκώνει τον Τομ Μπιουκάναν και με την ερμηνεία του έχει κερδίσει τις εντυπώσεις και όλα δείχνουν ότι θα μας απασχολήσει θετικά τα επόμενα χρόνια. Ο πολλά υποσχόμενος καλλιτέχνης μίλησε στο zougla.gr και αποκάλυψε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρόλου του καθώς και ποιο είναι το προσωπικό του στοίχημα ως ηθοποιός.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πού σας βλέπουμε φέτος στη σκηνή;

Στον «Υπέροχο Γκάτσμπυ» στο θέατρο Αγγέλων Βήμα και στο «Θαυμαστό ταξίδι» του Νιλς Χόλγκερσον στο θέατρο Μικρό Χορν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μιλήστε μας για τον ρόλο σας; ποιος είναι ο Τομ Μπιουκάναν;

Στην αρχή περίπου του μυθιστορήματος διαβάζουμε: «[…] ο Τομ θα περιφερόταν
συνεχώς, αναζητώντας, κάπως μελαγχολικά, τη δραματική αναστάτωση ενός αγώνα ποδοσφαίρου που δεν μπορούσε πια να ξαναβρεί». Αργότερα, η Νταίηζυ θα προειδοποιήσει τον Γκάτσμπυ πως «ο Τομ πάντα κερδίζει». Νομίζω πως οι φράσεις αυτές είναι κλειδιά στην περίπτωση Τομ Μπιουκάναν.

Σίγουρα κάτι του λείπει, όπως σε όλους τους χαρακτήρες του έργου άλλωστε. Ένα κάτι ζωτικής σημασίας, ένας πραγματικός σκοπός. Ο Τομ Μπιουκάναν είναι ένας έφηβος που παίζει τον ενήλικα, παίζει τον άνδρα. Αθλητής ποδοσφαίρου κατά τα μαθητικά του χρόνια, έχει μάθει πως στόχος είναι η νίκη. Πρέπει να κερδίσει και πάντα κερδίζει, με τις νίκες του ωστόσο να μην έχουν επί της ουσίας την παραμικρή σημασία, εφόσον δεν τον οδηγούν στη λύση του δικού του προσωπικού προβλήματος, αλλά καταλήγουν να αποπροσανατολίζουν την εστίασή του. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει και μονάχα ο ηττημένος ίσως καταφέρει κάποτε να αφυπνιστεί.

Ο Τομ είναι θηριώδης, μπρουτάλ, ξιπασμένος: και γιατί όχι; Αφού μπορεί. Ανήκει εξάλλου στην τάξη εκείνων που μπορούν! Αναπόφευκτα δελεάζεται από ιδέες περί ανώτερης ράτσας. Είναι τόσο πλούσιος ώστε να μην τον απασχολεί η ιδέα του πλούτου. Δεν ζει σκόπιμα ούτε συνειδητά. Πλήττει αφάνταστα. Η «απειλή» του Γκάτσμπυ τού προσφέρει μία εξαιρετικά απολαυστική περιπέτεια, κάτι για να ανάψουν λίγο τα αίματα, να ανέβουν τα επίπεδα ντοπαμίνης.

Η περιζήτητη Νταίηζυ Φέι υπήρξε γι’αυτόν ένα έπαθλο. Αποκτά ωστόσο ερωμένες ήδη από το γαμήλιο ταξίδι τους και οι οποίες ανήκουν σε «κατώτερα» κοινωνικά στρώματα. Αναζητά την επιβεβαίωση αλλά και την θαλπωρή την οποία στερείται από την Νταίηζυ, η οποία άλλωστε τον παντρεύεται παρά τη θέλησή της.

Επιτίθεται όμως στη Μυρτλ Γουίλσον (την τελευταία ερωμένη του), απλά και μόνο επειδή εκείνη τολμά να πιάνει στο στόμα της το όνομα της Νταίηζυ, να αστειεύεται με αυτό, να το ευτελίζει. Ο φόβος του είναι πως εκείνη ποτέ δεν τον αγάπησε, πως ποτέ δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει, να αγαπήσει κάποιον σαν αυτόν και όταν ακούει τα λόγια αυτά να βγαίνουν από τα χείλη της ως δήλωση πλέον, κάτω από την παρότρυνση του Γκάτσμπυ και μπροστά σε όλους, είναι πλέον έτοιμος να τα παίξει όλα για όλα.

Όσο κι αν παρουσιάζεται ως ο «κακός» του έργου, είναι νομίζω ο μόνος ο οποίος, εντελώς ειλικρινά, διεκδικεί την φιλία του ΝικΚάραγουεϊ, ξαδέλφου της Νταίηζυ, συμφοιτητή του στο Γέηλ και αφηγητή της ιστορίας. Έχει ανάγκη από έναν φίλο, σνομπάρει επί της ουσίας τον κόσμο των πλούσιων και των δήθεν, νοιάζεται για την Μυρτλ ακόμη και αν η σχέση τους δεν είναι γι’ αυτόν κάτι το σημαντικό. Είναι αδύνατο να τον κρίνουμε μόνο αρνητικά, όσο αντιπαθής και αν γίνεται.

Όπως τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, ο Τομ Μπιουκάναν – ακόμη και αν κερδίζει, ακόμη και αν επιζεί – αποτελεί μία ακόμη ματαίως ξοδεμένη ύπαρξη.

Πώς συναντηθήκατε θεατρικά με τον Αλέξη Κοτσώρη;

Με τον Αλέξιο συναντηθήκαμε πρώτη φορά στην ακρόαση που έγινε για τον Υπέροχο Γκάτσμπυ.

Πώς βλέπετε ως Γιώργος τον ήρωα σας;

Τον έχω συμπαθήσει. Βλέπω μέσα από αυτόν πολύ κόσμο. Στην προσπάθειά μου  να καταλάβω τι στο καλό έχω να παίξω, μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ: αν ο Τομ Μπιουκάναν ήταν αδελφός μου, φίλος, συνεργάτης ή αν ακόμα ήμουν εγώ ο ίδιος, αν έπρεπε να τον συναναστρέφομαι καθημερινά ή να ζω μαζί του, πώς θα τον αντιμετώπιζα, πώς θα τον διαχειριζόμουν; Θα καταδεχόμουν να τον ακούσω; Ακόμη περισσότερο, να τον βοηθήσω, εάν μπορούσα; Τι άνθρωπος θα επέλεγα να είμαι έχοντας να κάνω με έναν τέτοιον άνθρωπο;

Με πέντε λέξεις συστήστε μου την παράσταση που παίζετε;

Δεν. Μου. Αρκούν. Πέντε. Λέξεις.

Σας έχουμε δει σε άλλα θεατρικά και ποια είναι αυτά;

Αυτή τη στιγμή κάνω τα πρώτα μου βήματα στο επαγγελματικό θέατρο, έχοντας μόλις τελειώσει τη δραματική σχολή.

Γιατί πρέπει να δει κάποιος τον Γκάτσμπυ στη σκηνή; δεν αρκεί μόνο η ανάγνωση του βιβλίου;

Και αντιστρόφως, γιατί να διαβάσει κάποιος τον Άμλετ εφόσον μπορεί να τον δει στη σκηνή;
Νομίζω πως η πραγματική ερώτηση είναι «γιατί να πάει κανείς στο θέατρο», ειδικά σε μία εποχή που παρέχει πληθώρα εναλλακτικών, γενικά – σε σημείο που να παρέχει μόνο εναλλακτικές, θα έλεγα. Και δυστυχώς στην ερώτηση αυτή δεν μπορώ να απαντήσω.

Φέτος στο ελληνικό θέατρο υπάρχει η τάση να ανεβαίνουν μυθιστορήματα και όχι θεατρικά έργα. Πιστεύετε ότι αυτό λέει κάτι για το θεατρικό έργο; Στέρεψε η δεξαμενή ή οι σκηνοθέτες πιστεύουν ότι στα μεγάλα λογοτεχνικά έργα κρύβονται πολλά θεατρικά διαμάντια;

Ας είμαστε ειλικρινείς, τα θεατρικά έργα είναι εντελώς βαρετά ως αναγνώσματα: έχουν μόνο διαλόγους! Αστειεύομαι, εν μέρει, και λιγάκι σκόπιμα. Ωστόσο, αν μία εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις, τότε χίλιες λέξεις ισοδυναμούν με χίλιες εικόνες. Με αυτό εννοώ πως σε ένα μυθιστόρημα ίσως βρει κάποιος περισσότερες ευκαιρίες να βάλει φωτιά στη φαντασία του. Ωστόσο είμαι της παλαιολιθικής άποψης πως τα μυθιστορήματα είναι για να διαβάζονται.

Από την άλλη, ας συμφωνήσουμε σε αυτό, τα «καλά» θεατρικά έργα είναι κυρίως παλιά – ναι, είναι πάντα διαχρονικά, πάντα επίκαιρα ή όπως αλλιώς μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε, γιατί η ουσία του να είσαι άνθρωπος δεν έχει αλλάξει, έχουν ίσως αλλάξει οι τρόποι. Αλλά είναι παλιά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε πολλά «τωρινά» έργα, διαπιστώνω μια μετριοπάθεια η οποία δεν γίνεται να υπάρχει κατά την διαδικασία της δημιουργίας, είναι θάνατος. Σαν να λείπει η Ομορφιά, η Ποίηση, μακριά από το μεγαλόπνοο, σαν μια βεβιασμένη πνοή. Και αυτό με χαλάει πολύ. Αλλά δεν θέλω να είμαι αφοριστικός και σίγουρα εντοπίζω το πρόβλημα στην εποχή μας.

Ίσως πάλι, όπως πολύ τακτικά συμβαίνει στην ιστορία μας, ίσως να μην είμαστε ακόμη σε θέση να κατανοήσουμε τα νέα έργα, ίσως να μην έχουμε βρει τον κατάλληλο τρόπο να τα διαχειριστούμε.

Ποιο είναι το προσωπικό σας στοίχημα ως ηθοποιός;

Να καταφέρω κάποια στιγμή να γίνω ηθοποιός.

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης