«Παλαμηδίου 10» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Φώτου Λαμπρινού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ξετυλίγοντας τη ζωή ενός παιδιού το οποίο γεννημένο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά είναι αναγκασμένο να ζήσει και να ενηλικιωθεί (όταν θα έχει πλέον αρχίσει να γοητεύεται από την τέχνη του κινηματογράφου) με όσα υπέστησαν οι γονείς του λόγω της αριστερής πολιτικής τους ένταξης:

πολλαπλές διώξεις, φυλακές και βασανιστήρια. Στην αφήγηση του Λαμπρινού, που ξεκινάει από την οδό Παλαμηδίου 10, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου, όπου και το πατρικό του, ξεχωρίζει η μητέρα του, η οποία πρώτα πέρασε σκοτεινές ημέρες στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και κατόπιν, μετά την Απελευθέρωση, κατέληξε στα ελληνικά ξερονήσια. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο του «αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ», εξηγώντας πως πρόκειται για αναπαραγωγή με λογοτεχνικά μέσα γεγονότων τα οποία έζησε από πρώτο χέρι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο χαρακτηρισμός «ντοκιμαντέρ» μόνο τυχαίος δεν είναι. Αριστούχος του Ινστιτούτου Κινηματογραφίας της Mόσχας, ο Λαμπρινός εργάστηκε ως ραδιοφωνικός και θεατρικός σκηνοθέτης και ως κριτικός κινηματογράφου στις εφημερίδες «Αυγή» και «Δημοκρατική Αλλαγή». Ερεύνησε σε συνεργασία με τους Κώστα Γαβρά, Νίκο Σβορώνο και Δημήτρη Δεσποτίδη τα διεθνή κινηματογραφικά αρχεία Επικαίρων (Newsreels) στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ και από αυτή τη συνεργασία προέκυψε η τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Πανόραμα του αιώνα». Τα πιο γνωστά ντοκιμαντέρ του Λαμπρινού είναι τα «100 ώρες του Μάη» (1963-1964), σε συνεργασία με τον Δήμο Θέο, για τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, «Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου» (1976-1977), «Ο Πειραιάς του Γιάννη Τσαρούχη»(1980), «Σεργκέι Παρατζάνωφ»(1989-1990), «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»(1992), «Αναζητώντας τη Βερενίκη» (1997-1998) και «Χούντα είναι. Θα περάσει;»(2012-2013). Σκηνοθέτησε επίσης τις μεγάλου μήκους ταινίες «Αρης Βελουχιώτης – το δίλημμα» (1981), «Δοξόμπους»(1987), «Γλέντι γενεθλίων ή Μια βουβή βαλκανική ιστορία»(1995), «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος»(2007) και «The Great Utopia»(2017).

Επιστρέφοντας στο βιβλίο, για μεγάλο διάστημα ο Γιώργος Λαμπρινός (πραγματικό όνομα Γιώργος Μπαστουνόπουλος, το «Λαμπρινός» ήταν το αγωνιστικό του και το κράτησε κι ο γιος του, επίσης ενταγμένος στην Αριστερά), που εργαζόταν ως δημοσιογράφος στον «Ριζοσπάστη» και κυνηγήθηκε από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, χωρίς να έχει αδιατάρακτες σχέσεις με το ΚΚΕ (οι σχέσεις μαζί του κατέληξαν στη διαγραφή), δεν ήξερε το αδιανόητο τέλος του: αφέθηκε σε μια κρυψώνα στο βουνό από τον ΔΣΕ (Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας) επειδή δεν μπορούσε λόγω της υγείας του να ακολουθήσει. Αποτέλεσμα; Η σύλληψη από τους αντιπάλους και η εκτέλεσή του. Tο βιβλίο, όμως, ως ιστορία των παθών της Αριστεράς (από τον ξένο κατακτητή, από το ελληνικό κράτος, αλλά και από την ίδια την κομματική ηγεσία), είναι και η ιστορία της προπολεμικής και της μεταπολεμικής Ελλάδας, τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό και το πολιτιστικό επίπεδο. Και ως προς το τελευταίο, οι αναγνώστες (ιδίως οι νεώτερες γενιές) θα συναντήσουν ονόματα σαν του Βασίλη Ρώτα, του Μέμου Μακρή, του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Μέλπως Αξιώτη ή του Στάθη Δρομάζου. Λογοτεχνία, εικαστικά, μουσική, θέατρο και ορισμένοι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους τους, που καθόρισαν τα ρεύματα της τέχνης στο μεταπολεμικό τοπίο, διαμορφώνοντας βασικές τους τάσεις.

Γοργή, κινηματογραφικού τύπου αφήγηση, μεγάλες, καθαρές και εύγλωττες εικόνες, ξαφνικές στάσεις σε μια λεπτομέρεια, που γρήγορα αποδεικνύει το αποφασιστικό της βάρος, ζωντάνια στην απόδοση των ανθρώπων, ικανότητα στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων: αυτά είναι τα στοιχεία που προικοδοτούν τη γραφή του Φώτου Λαμπρινού σε ένα βιβλίο που έχει τη δύναμη να μεταστοιχειώνει τα πραγματικά γεγονότα σε δυνάμει μυθιστορηματική ύλη, σε μια ιστορία που ενσωματώνει πολλές ιστορίες ταυτοχρόνως, δίχως να αδιαφορεί για καμία στην κατάληξή του. Και το σημαντικότερο: παρά την άμεση, καθαρώς βιωματική εμπλοκή του συγγραφέα στα εξιστορούμενα, κανένα υπερβολικό συναίσθημα δεν καταλαμβάνει ποτέ τον αφηγητή, κανένας μελοδραματικός τόνος δεν επικρατεί ποτέ στις διηγήσεις του, χωρίς από την άλλη μεριά να λείπει από το πυκνό ξετύλιγμά τους η αναγκαία εξομολογητική θέρμη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης