Αρκετές κλινικές γονιμότητας έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν την τεστοστερόνη στη μορφή επιθέματος ή γέλης που εφαρμόζονται στο δέρμα, έτσι ώστε να αυξήσουν τον αριθμό των ωαρίων που παράγονται από κάποιες γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Οι γυναίκες, επίσης, φαίνεται ότι συχνά προμηθεύονται το συμπλήρωμα διατροφής που ακούει στο όνομα DHEA και έχει την ιδιότητα να μετατρέπεται από τον οργανισμό σε τεστοστερόνη, προκειμένου να αυξήσουν την πιθανότητα σύλληψης.

Κάποιες κλινικές δοκιμές υποστηρίζουν τη χρήση της τεστοστερόνης που χορηγείται μέσω δέρματος, ενώ άλλες έχουν δείξει ότι το DHEA, το οποίο χρησιμοποιείται επίσης για την επιβράδυνση της διαδικασίας της γήρανσης και την ενίσχυση της μυϊκής μάζας, δεν αυξάνει τα ποσοστά κυήσεων και γεννήσεων στις γυναίκες που δεν ανταποκρίνονται στην εξωσωματική γονιμοποίηση.

Μια πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι τα ανδρογόνα βοηθούν στην ανάπτυξη των ωοθυλακίων, τα οποία είναι δομές που εμπεριέχουν και τελικά ελευθερώνουν τα ωάρια. Στην έρευνα αναφέρεται επίσης πως οι ανδρικές ορμόνες ενισχύουν την παραγωγή ωοθυλακίων στα κορίτσια. Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι η μελέτη παρέχει νέους στόχους αναφορικά με τη βελτίωση της γονιμότητας σε γυναίκες με μειωμένο αριθμό ωοθυλακίων οι οποίες παράγουν λίγα ή καθόλου ωοθυλάκια σαν απάντηση στα φάρμακα που χορηγούνται κατά τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Στην παρούσα φάση υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις στο πεδίο της αναπαραγωγικής ενδοκρινολογίας σχετικά με την επίδραση των ανδρικών ορμονών στη γυναικεία γονιμότητα. Μπορεί τα αποτελέσματα της πρόσφατης μελέτης να μη δίνουν μια σαφή απάντηση, αλλά μαζί με τα πορίσματα κάποιων προηγούμενων μελετών επισημαίνουν ότι ο ρόλος των ανδρικών ορμονών δεν πρέπει να παραγνωριστεί, διότι ενδέχεται να είναι χρήσιμος στην προαγωγή της αναπαραγωγικής υγείας των γυναικών.

Οι ερευνητές μέσα από τη χρήση πειραματικών μοντέλων σε ζώα και εργαστηριακών πειραμάτων σε κύτταρα βρήκαν ότι τα ανδρογόνα προάγουν την ανάπτυξη ωοθυλακίων με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος αναφέρεται στο γεγονός ότι εμποδίζουν τον θάνατο των ωοθυλακίων μέσω της ενίσχυσης ενός μορίου που εμποδίζει τη διαδικασία της αυτοκαταστροφής τους, η οποία ονομάζεται απόπτωση. Οι ειδικοί εξηγούν ότι, εάν η γυναίκα δεν έχει αρκετά ανδρογόνα, περισσότερα ωοθυλάκια θα πεθάνουν και λιγότερα θα ωριμάσουν τόσο ώστε να παράγουν και να απελευθερώσουν ωάρια.

Ο δεύτερος τρόπος σχετίζεται με την ικανότητα των ανδρογόνων να καταστήσουν τα κύτταρα των ωοθηκών πιο ευαίσθητα στην ορμόνη FSH, η οποία προάγει την ανάπτυξή τους. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της παραγωγής περισσότερων υποδοχέων FSH, οι όποιοι είναι μόρια πάνω στην επιφάνεια της ωοθήκης που ενεργοποιούν τη διαδικασία παραγωγής ωοθυλακίων σαν απάντηση στην ορμόνη.

Τα ανδρογόνα, λοιπόν, αυξάνουν την ανάπτυξη ωοθυλακίων και αποτρέπουν την απόπτωσή τους. Έχουν, δηλαδή, ακριβώς το αποτέλεσμα που χρειάζεται όταν μια γυναίκα υποβάλλεται στις διαδικασίες της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Όταν η ερευνητική ομάδα χορήγησε μικρές δόσεις ανδρογόνων σε ποντίκια που λάμβαναν τα αντίστοιχα φάρμακα που χορηγούνται σε γυναίκες που υποβάλλονται σε IVF, τα ζώα ανέπτυξαν πιο ώριμα ωοθυλάκια τα οποία περιείχαν ωάριο, σε σύγκριση με τα ποντίκια που δεν έλαβαν ανδρογόνα. Επίσης, αυτά που έλαβαν τα ανδρογόνα απελευθέρωσαν περισσότερα ωάρια. Δυστυχώς, τα φάρμακα αυτά δεν είναι πάντα αποτελεσματικά στις γυναίκες με περιορισμένες αποθήκες ωοθυλακίων, στις γυναίκες δηλαδή που παράγουν λιγότερα ωοθυλάκια από όσα αναμενόταν σύμφωνα με την ηλικία τους. Συνήθως, μειωμένες αποθήκες ωοθυλακίων έχουν οι γυναίκες άνω των 40 ετών, μπορεί όμως η μείωση να εμφανιστεί και σε μικρότερες ηλικίες.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, λοιπόν, τα αποτελέσματα της νέας αυτής μελέτης να επιβεβαιωθούν από κλινικές δοκιμές, έτσι ώστε οι γυναίκες με μειωμένες αποθήκες ωοθυλακίων να έχουν μια νέα εναλλακτική στο πλευρό τους, η οποία θα ενισχύσει την ικανότητά τους να παράγουν περισσότερα και καλύτερα ωάρια για γονιμοποίηση.

Σίγουρα είναι απαραίτητη η περαιτέρω διερεύνηση της κατάλληλης δοσολογίας των ανδρογόνων για την ενίσχυση της γυναικείας γονιμότητας, καθώς επίσης και η κατανόηση των βιολογικών μονοπατιών που συμμετέχουν στην ανάπτυξη των ωοθυλακίων. Με τον τρόπο αυτόν, οι επιστήμονες θα οδηγηθούν περισσότερο στοχευμένα στην ανάπτυξη φαρμακευτικών ή άλλων παρεμβάσεων για τη βελτίωση των ποσοστών επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Πηγή: medicalnewstoday

 Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ. Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr