Όταν γίνεται λόγος για τη γυναικεία κακοποίηση, το μυαλό όλων μας πηγαίνει σε σημαδεμένα πρόσωπα, επώδυνους μώλωπες, βλέμμα ποτισμένο με ενοχή και μια βασανιστική σιωπή που επιμένει.

Μια κακοποιημένη γυναίκα είναι μια γυναίκα που δεν κινείται. Μια γυναίκα που παραμένει εκεί, όπου κάποιος άλλος την τοποθέτησε και φοβάται να μετακινηθεί. Φοβάται ότι δε θα βρει σε ολάκερο τον κόσμο άλλη θέση και δέχεται να πληρώσει στον δεσποτικό αυτό άλλο το τίμημα για να την κρατήσει.

Το τίμημα δεν είναι άλλο από τη σιωπηλή της ανοχή. Μια ανοχή που από ένα σημείο και μετά βγαίνει τόσο φυσικά, σαν να είναι το δίκαιο αντίτιμο μιας προσυμφωνημένης συναλλαγής. Ο άνδρας της «προσφέρει» μια θέση δίπλα του, ίσως της δίνει και το όνομα του και αυτή παραμένει υποταγμένη σε αυτόν, από φόβο μη χάσει την ταυτότητά της μέσα στον κόσμο. Για να την ονομάσει αυτός ως υποκείμενο, γίνεται το αντικείμενο του. Το αντικείμενο της επιθυμίας του και της οργής του. Η δική της επιθυμία, αν καταφέρει να γεννηθεί μέσα στο καθεστώς του εκφοβισμού, παραμένει μετέωρη και ακυρώνεται, ενώ η οργή της μετατρέπεται σε ενοχή.

Ο τρόπος να διαχειριστεί αυτή την ενοχή είναι να υπομένει ολοένα και περισσότερη βία. Βία σωματική που απειλεί την ίδια της τη ζωή, αλλά και βία λεκτική που ακόμα και όταν υπαινίσσεται ένα καθεστώς υποτίμησης, επιφέρει επώδυνους μώλωπες στην ψυχή της γυναίκας.

Πολύ δυσανάλογο το αντίτιμο σε σχέση με ένα χρέος που υπονοείται αλλά δε δείχνεται, που υποφέρεται αλλά δε μετριέται. Στο κάτω κάτω της γραφής, το χρέος ξεκινά από την ίδια τη γυναικεία ύπαρξη και καταλήγει σε αυτή. Ο άνδρας που κακοποιεί, στην ουσία εκμεταλλεύεται τη σχέση της γυναίκας με το χρέος της. Το υποκειμενικό αυτό χρέος που εδράζεται στην ριζική ανάγκη της για αναγνώριση από τον αυτόν τον άνδρα που λέει πως έχει τα εχέγγυα να το κάνει.

Η κακοποιημένη γυναίκα για να απεγκλωβιστεί, είναι σημαντικό να αντιληφθεί τον υποκειμενικό της τρόπο ύπαρξης και να αναλάβει τη δική της θέση και το δικό της όνομα στον κόσμο. Αυτός είναι ένας αγώνας δύσκολος. Χρειάζεται βοήθεια, χρειάζεται μια υποστηρικτική ώθηση που θα την ενθαρρύνει να προχωρήσει. Δε χρειάζεται όμως ένα μόνιμο δεκανίκι, έναν μηχανισμό ανατροφοδότησης της εξάρτησης, που δε θα την αφήσει να μετακινηθεί τόσο, όσο χρειάζεται για να αναπνεύσει ελεύθερα.

Υπογράφει η Αλεξάνδρα Γυφτοπούλου
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια,επιστημονική συνεργάτιδα του Ανδρολογικού
Ινστιτούτου Αθηνών
www.andrologia.gr