Οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις που εμφανίζουν πολλοί άνθρωποι, και κυρίως γυναίκες, αποτελούν ένα συχνό ιατρικό πρόβλημα με ιδιαίτερες δυσκολίες, όσον αφορά στη διαγνωστική προσέγγιση και την αντιμετώπισή του. Κι αυτό διότι τέτοιοι ασθενείς επιβαρύνονται και ψυχολογικά, λόγω των επαναλαμβανόμενων εξετάσεων στις οποίες συχνά υποβάλλονται, αλλά και λόγω της μακροχρόνιας θεραπείας που απαιτείται.

Όταν μιλάμε για ασθενή που εμφανίζει υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, εννοούμε ότι αντιμετωπίζει τρία ή περισσότερα επεισόδια ουρολοίμωξης στους τελευταίους 12 μήνες ή τουλάχιστον δύο επεισόδια στο τελευταίο εξάμηνο. Όταν αντιμετωπίζουμε το ίδιο μικρόβιο που είχε προκαλέσει και το προηγούμενο επεισόδιο, τότε συνήθως υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο ουρογεννητικό σύστημα (λιθίαση, συγγενείς ανωμαλίες των νεφρών, χρόνια προστατίτιδα, συρίγγια του ουροποιητικού κ.λπ.), που ευνοεί την ανάπτυξη μικροβίων. Αυτό σημαίνει ότι αποτελεσματική αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αντιμετώπιση του αιτίου αυτού.

Από την άλλη, όταν το μικρόβιο είναι διαφορετικό, οι ουρολοιμώξεις μπορεί να οφείλονται σε αυξημένη ευαισθησία των ασθενών σε μικρόβια που προκαλούν ουρολοιμώξεις, ιδιαίτερα σε γυναίκες. Στις περιπτώσεις αυτές, η επαναμόλυνση οφείλεται συνήθως σε μικρόβια που εντοπίζονται εκτός του ουροποιητικού συστήματος.

Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων στις γυναίκες είναι η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών, η χρήση σπερματοκτόνων, η ηλικία στην οποία πρωτοεμφανίστηκε ουρολοίμωξη, και το ανάλογο ιστορικό της μητέρας. Γενετικοί παράγοντες έχουν επίσης ενοχοποιηθεί. Επιπλέον, στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, παράγοντες κινδύνου αποτελούν η πρόπτωση της μήτρας, η κατακράτηση ούρων και η ακράτεια.

Στους άνδρες θα πρέπει να εξετάζεται και η περίπτωση απόφραξης της ροής των ούρων, που μπορεί να οφείλεται σε υπερπλασία προστάτη (συχνότερα) ή σε στενώματα ουρήθρας. Επίσης, νευρολογικές νόσοι μπορεί να εμποδίζουν τη φυσιολογική κένωση της ουροδόχου κύστεως, ευνοώντας την ανάπτυξη μικροβίων. Δεν πρέπει, τέλος, να ξεχνάμε ότι ουρολοιμώξεις που δεν υποχωρούν ή που υποτροπιάζουν ενδέχεται να οφείλονται σε μειωμένη άμυνα του οργανισμού.

Κάθε περίπτωση υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης θα πρέπει να ελέγχεται από τον γιατρό, για να διαγνωστούν πιθανά υποκείμενα νοσήματα εντός ή εκτός του ουροποιητικού συστήματος. Εξετάσεις που πιθανώς θα χρειαστεί να γίνουν είναι ο απεικονιστικός έλεγχος του ουροποιητικού με ακτινογραφίες, υπερηχογράφημα ή ενδοφλέβια πυελογραφία, ενώ μπορεί να απαιτηθούν και πιο ειδικές εξετάσεις, όπως η αξονική τομογραφία, ο ουροδυναμικός έλεγχος, η ουρηθρογραφία και η κυστεοσκόπηση. Η δυσκολία είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν αποκαλύπτεται κάποιο αίτιο, αλλά ο γιατρός οφείλει να συνεχίσει τον έλεγχο, για να βεβαιωθεί ότι δεν του διαφεύγει κάποιο υποκείμενο νόσημα. Αυτή η διαδικασία είναι πολλές φορές χρονοβόρα και με κόστος οικονομικό αλλά και ψυχικό για τον ασθενή. Ωστόσο, ο γιατρός οφείλει να εξαντλήσει όλα τα διαγνωστικά περιθώρια.

Το άρθρο υπογράφει ο Χ. Κυράτσας, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr