Γράφει η Καλλιόπη Σωτηροπούλου, Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος, Δ/νση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας, Περιφερειακής Ενότητας Δυτικού Τομέα Αθηνών.

Όλοι γνωρίζουμε την ευεργετική επίδραση του ήλιου τόσο στην ομαλή λειτουργία του μυοσκελετικού και ανοσοποιητικού μας συστήματος μέσω της διαδικασίας σύνθεσης της βιταμίνης D, όσο και στην διατήρηση της καλής ψυχικής μας υγείας. Ωστόσο, η αλόγιστη και υπερβολική έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, χωρίς μέτρα προστασίας ενέχει οξείς και χρόνιους κινδύνους.

Ο ήλιος έχει πιο έντονες βλαπτικές επιδράσεις στο δέρμα των παιδιών σε σύγκριση με αυτό των ενηλίκων. Αυτό συμβαίνει διότι στα παιδιά το δέρμα είναι λεπτότερο και η ποσότητα προστατευτικής μελανίνης σε αυτό μειωμένη σε σχέση με τα αντίστοιχα των ενηλίκων και ως εκ τούτου η βλαβερή υπεριώδης ακτινοβολία διέρχεται ευκολότερα και βαθύτερα στο δέρμα τους καθιστώντας το επιρρεπές σε εγκαύματα. Επιπρόσθετα, το παιδικό δέρμα είναι πιο ανώριμο όσον αφορά τους ανοσιακούς μηχανισμούς προστασίας του, χωρίς να μπορεί να επιδιορθώσει αποτελεσματικά τις επιβλαβείς συνέπειες που προκύπτουν από την απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας και που οδηγούν σε καταστροφή του DNA των κυττάρων και ανοσοκαταστολή, παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο καρκινογένεσης.

Όπως έχουν αναδείξει μελέτες, σημαντικό πρόσθετο ρόλο σε όλα τα παραπάνω παίζει το γεγονός ότι τα παιδιά εκτίθενται πολλές ώρες καθημερινά έξω στον ήλιο λόγω διαφόρων υποχρεώσεων-δραστηριοτήτων (μέσος όρος περίπου 1,5 μέχρι 5 ώρες). Μάλιστα, είναι γνωστό ότι η διαλείπουσα, έντονη ηλιακή έκθεση στην παιδική ηλικία σε συνδυασμό με τα εγκαύματα που προκαλούνται από αυτήν, αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος στην ενήλικο ζωή.

Όπως γίνεται αντιληπτό, προκειμένου να προστατευτεί ένα παιδικό δέρμα από τις βλαπτικές επιδράσεις της ηλιακής ακτινοβολίας, απαραίτητη είναι η τήρηση κάποιων σημαντικών μέτρων. Πρωταρχική σημασία έχει η σωστή ενημέρωση-ευαισθητοποίηση αρχικά των γονέων αλλά και των ίδιων των παιδιών με σκοπό την τροποποίηση της επικίνδυνης συμπεριφοράς που σχετίζεται με την ηλιοέκθεση καθώς και την υιοθέτηση σωστών πρακτικών και συνηθειών που αφορούν την φωτοπροστασία του δέρματος. Γενικά, ασφαλή, φθηνά και σημαντικά μέτρα είναι, η αποφυγή άμεσης έκθεσης στον ήλιο τις επικίνδυνες ώρες της ημέρας με την μεγαλύτερη ένταση της ακτινοβολίας, δηλαδή από τις 10 π.μ. έως τις 4 μ.μ., η αναζήτηση σκιερού μέρους, η κατάλληλη ενδυμασία με βαμβακερές μπλούζες με μακριά μανίκια, με καπέλα με πλατύ γείσο που προστατεύουν λαιμό και αυτιά, τα γυαλιά ηλίου και φυσικά η χρήση αντηλιακών σκευασμάτων με δείκτη προστασίας SPF>30.

Ένα εξίσου σημαντικό μέτρο που αφορά τους εφήβους είναι η αποφυγή χρήσης πηγών τεχνητού μαυρίσματος, το λεγόμενο solarium (σολάριουμ). Έχει δυστυχώς επικρατήσει στις μέρες μας ο μύθος ότι η χρήση του είναι ένας ασφαλής τρόπος μαυρίσματος και ότι παρέχει προστασία από το ηλιακό έγκαυμα. Από έρευνες που γίνονται στους εφήβους, διαπιστώνεται ότι είναι ιδιαίτερα δημοφιλής η πρακτική του μαυρίσματος ως μέσου καλής εικόνας, καλαισθησίας του δέρματος και αύξησης ως εκ τούτου της ελκυστικότητας του ατόμου. Όμως αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό από τα νέα παιδιά και τους γονείς τους είναι ότι το μαύρισμα δεν είναι υγιής διαδικασία, αντίθετα υποδηλώνει βλάβη στο DNA των κυττάρων του δέρματος. Συνεπώς, συστήνεται η αποφυγή χρήσης solarium για τον λόγο του αυξημένου κινδύνου ανάπτυξης μελανώματος αλλά και άλλων καρκίνων του δέρματος.

Όσον αφορά τα αντηλιακά σκευάσματα, η χρήσης τους είναι ιδιαίτερα σημαντική και στα παιδιά. Γνωρίζουμε ότι η εμφάνιση κοινών μελανοκυτταρικών σπίλων συμβαίνει μετά την γέννηση και συνεχίζεται κατά την παιδική-εφηβική ηλικία μέχρι την ηλικία των 30 ετών. Η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία προκαλεί την εμφάνιση τέτοιων σπίλων και από μελέτες έχει αναδειχθεί ότι η προστασία με αντηλιακά σκευάσματα προλαμβάνει την εμφάνιση και ανάπτυξη τους και ελαχιστοποιεί κατ’επέκταση τον κίνδυνο ανάπτυξη μελανώματος.

Τα αντηλιακά είναι σκευάσματα που περιέχουν δραστικές οργανικές (χημικές) ή ανόργανες (φυσικές) ουσίες και έχουν την ιδιότητα να προστατεύουν το δέρμα τόσο από τις βλαπτικές επιδράσεις της ηλιακής υπεριώδους ακτινοβολίας UVA και UVB όσο και του ορατού και υπέρυθρου φωτός. Οι αντηλιακές οργανικές ουσίες προστατεύουν από την υπεριώδη ακτινοβολία UVA και UVB και αποκαλούνται αντηλιακά ευρέως φάσματος.

Εκείνα που περιέχουν ανόργανα φίλτρα, όπως το διοξείδιο του τιτανίου και το οξείδιο του ψευδαργύρου, τα λεγόμενα πλήρους φάσματος αντηλιακά, προφέρουν πλήρη προστασία, όχι μόνο από την υπεριώδη ακτινοβολία, αλλά και από το ορατό και υπέρυθρο φως. Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα οργανικά φίλτρα είναι τα, PABA, oxybenzone και octocrylene. Η χρήση τους μπορεί να ενέχει κίνδυνο απορρόφησης από το δέρμα αλλά και κίνδυνο πρόκλησης φωτοαλλεργικών αντιδράσεων. Γι’ αυτό και σε παιδιά κάτω των 6 μηνών αποφεύγεται η χρήση τους δεδομένου ότι το δέρμα τους είναι ακόμα ανατομικά και λειτουργικά ανώριμο και υπάρχει κίνδυνος συστηματικής απορρόφησης και πρόκλησης ανεπιθύμητων παρενεργειών.

Γενικά, τόσο οι Αμερικάνικες όσο και οι Ευρωπαϊκές οδηγίες χρήσης αντηλιακών σκευασμάτων, συστήνουν αποφυγή άμεσης ηλιοέκθεσης σε βρέφη ηλικίας κάτω των 6 μηνών, αλλά παραμονή σε σκιερά μέρη, φορώντας κατάλληλο προστατευτικό ρουχισμό με δείκτη UPF 50+ που καλύπτει χέρια και πόδια (ελαφριά, άνετα ρούχα που εφαρμόζουν χαλαρά στο σώμα αλλά φέρουν πυκνή ύφανση) και καπέλο με πλατύ γείσο που καλύπτει λαιμό και αυτιά.

Σε περίπτωση που η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία είναι αναπόφευκτη, συνιστάται η εφαρμογή λίγης ποσότητας αντηλιακού με SPF >15 στις εκτεθειμένες περιοχές του σώματος, όπως μάγουλα/χέρια και το οποίο πρέπει να ξεπλένεται αμέσως όταν το παιδί βρεθεί εκτός περαιτέρω ηλιακής έκθεσης.

Σε βρέφη ηλικίας άνω των 6 μηνών, παιδιά και εφήβους, εκτός του παραπάνω αναφερόμενου προστατευτικού ρουχισμού, συστήνονται επιπλέον, αποφυγή ηλιοέκθεσης τις ώρες από 10 π.μ. μέχρι 4 μ.μ., γυαλιά ηλίου με UV προστασία, καπέλο με πλατύ γείσο και εφαρμογή αντηλιακών σκευασμάτων ευρέως φάσματος με SPF>30. Αν και οι συστάσεις είναι να χρησιμοποιούνται αντηλιακά ίδια με αυτά των ενηλίκων, συνήθως κατά την παιδική ηλικία προτιμάται η χρήση αυτών με ανόργανα/φυσικά φίλτρα, τα οποία είναι πιο ασφαλή, πιο φωτοσταθερά και υποαλλεργικά. Όσον αφορά την μορφή τους, συνήθως προτιμώνται οι κρέμες και λοσιόν που είναι εύκολες στην χρήση τους και καλύπτουν επαρκώς το δέρμα καθώς και όσα είναι ανθεκτικά στο νερό. Η σωστή ποσότητα που πρέπει να εφαρμόζεται ώστε να είναι προστατευτική είναι 2mg/cm2 δέρματος, η οποία αντιστοιχεί σε 2 κουταλιές της σούπας αντηλιακού σε όλο το σώμα ενός ενήλικα, ή, όσον αφορά τα παιδιά, ένα τέταρτο με μισή από την ποσότητα που αντιστοιχεί στον ενήλικα. Δεν πρέπει να παραλείπουμε να εφαρμόζουμε το αντηλιακό στον λαιμό, τα αυτιά, τα δάχτυλα χεριών και ποδιών και φυσικά τα χείλη.

Το αντηλιακό πρέπει να εφαρμόζεται 15-30 λεπτά πριν από την έκθεση στον ήλιο και να ανανεώνεται κάθε 2 ώρες ή μετά από εφίδρωση, κολύμπι ή σκούπισμα με πετσέτα.

Όσον αφορά την ηλιοέκθεση και την σύνθεση βιταμίνης D, τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα στοιχεία δεν έχουν δείξει ότι η χρήση αντηλιακού επηρεάζει τα επίπεδα βιταμίνης D στον γενικό πληθυσμό. Ωστόσο, όσον αφορά τα βρέφη κάτω των 6 μηνών, δεδομένου της απαγόρευσης ηλιοέκθεσης και του ανώριμου δέρματος στην ικανότητα σύνθεσης της βιταμίνης D, απαραίτητη είναι για την σωστή και ολοκληρωμένη ανάπτυξή τους η χορήγηση συμπληρώματος βιταμίνης D3 σε ημερήσια δόση 400 IU, όπως επίσης και σε μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους των οποίων η ημερήσια πρόσληψη είναι <400 IU.

Συνοψίζοντας, αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι τα παιδιά, για λόγους ανατομικούς και λειτουργικούς, είναι πιο επιρρεπή στις βλαπτικές επιδράσεις από τον ήλιο και καθίσταται αναγκαία η τήρηση ορισμένων σημαντικών μέτρων ηλιοπροστασίας ανάλογα με την ηλικία τους. Σημαντική είναι η σωστή ενημέρωση των γονιών αλλά και των ίδιων των παιδιών στην υιοθέτηση σωστών πρακτικών και συνηθειών που θα προστατεύσουν το δέρμα τους και θα ελαχιστοποιήσουν τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου αυτού.