Το πούλμαν ξεκινάει από τον Φλοίσβο στις πεντέμισι το απόγευμα. Παρά τέταρτο η πρώτη στάση λέει «Όασις», επί της Αμαλίας στη δεξιά όχθη του Ζαππείου, ότι που ο ήλιος γέρνει για να κρυφτεί πίσω από τη βεράντα του γραφείου της Ντόρας… Ανεβαίνω και διαπιστώνω ότι είμαι ο δεύτερος επιβάτης. Ούτε ελεγκτής ούτε κανείς δεν με ρώτησε πού πάω και ποιος είμαι. Σκέφτηκα, καλύτερα να μη ρωτήσω, με τη σιωπή θα ανακαλύψω σε λίγο τους κώδικες.

Τρίτη στάση Ομόνοια, επί της 3ης Σεπτεμβρίου, λίγο πριν την Πλατεία Λαυρίου. Τώρα απ’ το παράθυρο βλέπω καμιά δεκαριά νοματαίους, μεταξύ τους και μια ώριμη κυρία (λίγο πριν τα 80) με μπαστούνι στο χέρι και αριστοκρατικό παρουσιαστικό. Μπήκαν όλοι τους στο λεωφορείο θορυβώντας, γελώντας, πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Μαζί, τρύπωσε στο όχημα και μια κοπελίτσα που έδειξε να γνωρίζει τους πάντες (εκτός από εμένα!). Καλησπέρα σε όλους, πέταξε στο αλέγκρο, κρατώντας τα εισιτήρια.

Δεκαπέντε ευρώ ήταν η ταρίφα, αλλά κανείς δεν έδειξε να τα κλαίει. Με αυτό το ποσό, θα πλήρωνε διαδρομή, είσοδο στο καζίνο και φαγητό. Τζάμπα πράγμα, αν προσθέσουμε το γεγονός ότι θα ξεγελούσε για ένα πεντάωρο την ανία του! Δίπλα μου ήρθε και κάθισε ένας λεπτός κύριος γύρω στα εξηνταπέντε.

«Καινούργιος είσαι;», με ρώτησε κοιτάζοντας λοξά.

«Ας το πούμε κι έτσι», απάντησα, αλλά δεν χρειάστηκε να ανοίξει η συζήτηση, διότι από το αντικριστό κάθισμα άλλος επιβάτης θέλησε να μάθει νέα:

«Δημοσθένη, πώς πήγε η γερή παρτίδα χθες βράδυ, έκανε τίποτα;»

«Γκίνια ρε Φρίξο, μας μάδησε η Μπέμπα η βιζιτού στην τελευταία γύρα…»

Νέα στάση, Μεταξουργείο. Κι εδώ οι επιβάτες στοιχειοθετούσαν διψήφιο αριθμό, μπήκαν όλοι τους εύθυμα, χαιρετώντας… τους πάντες. Ήταν φανερό πως γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους.

«Μάγκες, σήμερα θα τους τα πάρουμε, αρκεί να αγωνιστούμε μεθοδικά και να θυμόμαστε το «πάσο» στη γκίνια», ούρλιαξε ο πιο ζωηρός απ’ όλους και σχεδόν χειροκροτήθηκε για τη σιγουριά του…

Στο καινούργιο κτίριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών, επί της Καβάλας, οι επιβάτες ήταν έξι, στο Παλατάκι άλλοι τέσσερις, όμως λίγο πριν από το δημόσιο ψυχιατρείο στο Δαφνί, το πούλμαν είχε γεμίσει. Μια θέση στο τελευταίο κάθισμα είχε μείνει κενή, αλλά κι αυτή χρησίμεψε, αφού δύο επιβάτες είχαν βγάλει την τράπουλα και έπαιζαν κέρματα (όπως διαπίστωσα) «καλκούτα».

Για τους μη μυημένους η «καλκούτα» είναι το πλέον τυχερό (και ζόρικο) παιγνίδι με τράπουλα και σίγουρα το πλέον επικίνδυνο για τον παίκτη μετά τα ζάρια, αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό. Ρωτάω τον διπλανό μου:

«Αρχηγέ, γεμίζει συχνά τόσο πολύ το δρομολόγιο για το καζίνο;»

«Τρίτη και Πέμπτη που δεν έχει ιπποδρομίες, αυτή η δουλειά γίνεται».

Δεν ξαναμίλησα. Προτίμησα να απολαύσω τη διαδρομή ως το Λουτράκι. Κι όταν φτάσαμε, ήταν απίστευτη για μένα η μανία των επιβατών να τρυπώσουν «πρώτοι» για τσεκάρισμα και μετά να χαθούν στις τεράστιες αίθουσες του τζόγου.

Λεπτομέρεια πρώτη: ως τις έντεκα και μισή, νυχτερινή, που ξαναβρεθήκαμε στην είσοδο για την επιστροφή στην Αθήνα, δεν συναντήθηκα με κανέναν από τους συνεπιβάτες μου μέσα στον «ναό». Προφανώς, μόνο του λόγου μου ξόδεψα χρόνο για περπάτημα και σουλάτσο, αφού μετά από λίγα χρήματα στον «κουλοχέρη» (που χάθηκαν), δεν τόλμησα να αναμετρηθώ με τη ρουλέτα, το σεμέν ντεφέρ ή τον μπακαρά, που τόσο γούσταρε η ψυχή του Καζαντζίδη, όπως έχω ακούσει…

Λεπτομέρεια δεύτερη: κατά την επιστροφή, σχεδόν οι πάντες λειτουργούσαν αμίλητοι, κάποιοι είχαν γλαρώσει, κανείς δεν είχε όρεξη για την κριτική της ημέρας, ή την απογραφή της τσέπης του.
Μόνο όταν στην αρχή της Σταδίου κατέβηκε η γηραιά κυρία με το μπαστούνι, όσοι θα συνέχιζαν για Σύνταγμα την καληνύχτισαν με σεβασμό και της ευχήθηκαν «όνειρα γλυκά» ή «αύριο πάλι».

Λεπτομέρεια τρίτη: από κάτι μισόλογα που ψιθυρίζονταν γύρω μου, κατάλαβα ότι οι εννιά στους δέκα ήταν χαμένοι, αλλά αυτό δεν τους ένοιαζε. Σημασία είχε το πώς θα κατάφερναν να ρεφάρουν την επόμενη φορά που δεν θα ήταν και τόσο μακρινή…

Λεπτομέρεια τέταρτη: ευτυχώς, ο μέσος όρος ηλικίας των επιβατών – εκδρομέων- στο ταξίδι για τη μάταιη ελπίδα του κέρδους, ξεπερνούσε τα 50-55 χρόνια. Που σημαίνει ότι βρίσκονταν στο λεωφορείο αρκετοί των 70 και άνω.

Άραγε, πόσο τους είχαν λείψει οι αληθινές ομορφιές της ζωής, για να γεμίζουν τις ώρες τους στο καζίνο; Βλέποντας τους ηλικιωμένους στο πεζοδρόμιο, τότε ένοιωσα κάτι από τη μοναξιά τους.

ΥΓ: αυτό το κομμάτι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απόπειρα λογοτεχνίας μετά μυθοπλασίας, όμως αυτό δεν ισχύει. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρεπορτάζ; Πιθανώς. Το σίγουρο είναι ένα. Ότι αυτό το συχνό δρομολόγιο Π. Φάληρο – Καζίνο θυμίζει κάτι από το κάτεργο στο «Σπίτι των πεθαμένων» του Ντοστογιέφσκι. Μόνο που ποτέ δεν σε κρατάει με ποινή, αφού γνωρίζει πως ό,τι κι αν γίνει, θα ε π ι σ τ ρ έ ψ ε ι ς…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης