Σύμφωνα με νέα έρευνα, το 1/5 των πατέρων και περισσότερο από το 1/3 των μητέρων περνούν κατάθλιψη πριν το παιδί τους γίνει 12 ετών, με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στον πρώτο χρόνο μετά τη γέννα.
Η γονεϊκή κατάθλιψη έχει σοβαρές αλυσιδωτές συνέπειες και στα παιδιά, γι’ αυτό οι επιστήμονες ζητούν μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση για την εμφάνιση της κατάθλιψης όχι μόνο στις μητέρες, αλλά και τους πατέρες, και μεγαλύτερη κατανόηση στις ομάδες μεγαλύτερου κινδύνου.
Για τη διεξαγωγή της έρευνας οι επιστήμονες μελέτησαν ιατρικά αρχεία 86.957 οικογενειών που επισκέφθηκαν 350 ιατρούς μεταξύ του 1993 και του 2007, ενώ οι γονείς με κατάθλιψη εντοπίσθηκαν μέσω των ιατρικών τους φακέλων και τους παρακολούθησαν έως και για 12 χρόνια. 19.286 μητέρες είχαν συνολικά 25.176 επεισόδια κατάθλιψης, ενώ 8.012 πατέρες είχαν συνολικά 9.683 ανάλογα επεισόδια.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα, μία στις επτά μητέρες και ένας στους είκοσι οκτώ πατέρες είχαν κατάθλιψη στον πρώτο χρόνο μετά τη γέννηση του παιδιού, οφειλόμενη στις πιέσεις της απόκτησης παιδιού, όπως η έλλειψη ύπνου, η αλλαγή στις ευθύνες και στις επιπλέον απαιτήσεις στη σχέση του ζευγαριού.
Μεταξύ της γέννησης ενός παιδιού και την ηλικία των 12, περισσότερες από 1 στις 13 γυναίκες είχαν κατάθλιψη σε οποιαδήποτε χρονιά αυτής της περιόδου (0-12 έτη), συγκριτικά με περίπου 1 στους 37 πατέρες. Οι πιο ευάλωτοι ήταν οι νέοι γονείς (ηλικίας 15-24 ετών), ειδικά αυτοί με ιστορικό κατάθλιψης και αυτοί από απομονωμένες περιοχές.
Όπως ανέφεραν οι ειδικοί, είναι μέσα στις διαδικασίες της κλινικής πρακτικής να εξετάζονται οι νέες μητέρες για κατάθλιψη, όμως δεν υπάρχει, προς το παρόν, αντίστοιχη εξέταση για τους πατέρες. Η έρευνα δείχνει πως οι μπαμπάδες έχουν μεγάλη ανάγκη επίσης και ελπίζουμε να ληφθεί υπ’ όψιν αυτό και να γίνουν αλλαγές στο σύστημα υγείας.
Η κατάθλιψη των γονέων μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο στη συμπεριφορά καθώς και στην ανάπτυξη των παιδιών, επομένως είναι ζωτικής σημασίας να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε καλύτερα, για να ελαχιστοποιήσουμε τη φόρτιση όλης της οικογένειας. Πρέπει, επίσης, να υποστηρίζουμε τους γιατρούς με εκπαίδευση που θα τους κάνει ικανούς να αναγνωρίζουν τους πιο ευάλωτους γονείς, κυρίως τους νεότερους.
Αυτή είναι η πρώτη έρευνα που καταγράφει την κατάθλιψη των γονέων για μεγάλη περίοδο της ζωής του παιδιού και παρέχει μια εικόνα ακριβείας των μοτίβων της γονεϊκής κατάθλιψης. Τέτοιου είδους έρευνες, που οδηγούν σε βελτιώσεις και αλλαγές στην κλινική πολιτική και πρακτική, έχουν κυρίως την αρμοδιότητα να ενημερώνουν τους φορείς που λαμβάνουν αποφάσεις για την υγειονομική περίθαλψη, εφόσον, εντοπίζοντας αυτούς που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, μπορούμε να βοηθήσουμε να βελτιωθεί ο εντοπισμός και η διαχείριση της πάθησης στο μέλλον.
Το άρθρο επιμελήθηκε η Ε. Ελευθερίου, Ψυχοθεραπεύτρια-Κλινική Θεραπεύτρια Σεξουαλικών, συνεργάτιδα του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr
