Ρεπορτάζ: Λυδία Παππά

Μετά από μία μαραθώνια διαδικασία που διήρκησε πάνω από έξι ώρες ,οι δικαστικές αρχές άφησαν ελεύθερους χωρίς όρους τον κατηγορούμενο δικηγόρο και τον συγκατηγορούμενό του  για τους πλαστούς πίνακες και τα όπλα που βρέθηκαν στο σπίτι του πρώτου .

Ο δικηγόρος ,σύμφωνα  με πληροφορίες, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με πλαστούς πίνακες ενώ τα όπλα ήταν κληρονομιά από τον παππού του .Στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι μέρος από τους πίνακες που βρέθηκαν τους είχε δώσει ο συγκατηγορούμενός του για τους κρατήσει για ένα διάστημα ενώ δεν τόνισε ότι δεν γνωρίζει τον καταγγέλλοντα λογιστή. «Οι πίνακες ήταν στην αποθήκη και ο συγκατηγορούμενός μου τους είχε με σεντόνια. Ούτε που τους είδα» φέρεται να ισχυρίστηκε.

Για τους πίνακες που βρέθηκαν στο σπίτι του υποστήριξε ότι τους είχε αγοράσει στο παζάρι στον Ελαιώνα και ήταν για αισθητικούς λόγους  ενώ τόνισε ότι δεν ανήκει στα μεγάλα δικηγορικά γραφεία της Αθήνας και ότι εκείνος έχει ένα μικρό γραφείο.

Ο δικηγόρος και ο συγκατηγορούμενός του  αντιμετωπίζουν τις κατηγορίες :

  • Πλαστογραφία κατά εξακολούθηση άνω 120 χιλιάδων ευρώ
  • Αναπαραγωγή έργων που είναι πνευματική ιδιοκτησία με μεγάλο όφελος
  • Κατοχή αντιγράφων από μιμητικών μνημείων και παράνομη κατοχή όπλου και πυρομαχικών.

Ο δικηγόρος με τα αρχικά Θ.Κ με δικηγορικό γραφείο στο Κολωνάκι,είχε έργα που έχουν χαρακτηριστεί μνημεία νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς όπως Φασιανό και Παρθένη.

Η καταγγελία έγινε από λογιστή που υποστήριξε ότι είχε δώσει 300.000 ευρώ για την αγορά ράβδων χρυσού οι οποίες όμως στην πορεία αποδείχθηκαν ..άνθρακας.Όταν ζήτησε τα χρήματά του πίσω του παρέδωσαν έργα τέχνης ως ..γνήσια ενώ στην πραγματικότητα ήταν αντίγραφα.

Οι αρχές εντόπισαν στα σπίτια και των δύο κατηγορούμενων

  • 481 έργα τέχνης – πίνακες ζωγραφικής,
  • 2 έγγραφα – πιστοποιητικά γνησιότητας,
  • 4 πιστόλια και -6- γεμιστήρες,
  • 370 φυσίγγια διαφόρων μετρημάτων,
  • 5 θήκες πιστολιών,
  • 2 κινητά τηλέφωνα, καταγραφικό μηχάνημα, καθώς και οθόνη με κάρτα μνήμης.

«Το χρονικό του εντοπισμού της σπείρας»

Η αντίστροφη μέτρηση για την εξάρθρωση της ομάδας ξεκίνησε όταν ένας επιχειρηματίας πέρασε το κατώφλι του Τμήματος Προστασίας Αρχαιοτήτων και κατήγγειλε ότι είχε εξαπατηθεί.

Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, είχε δώσει 300.000 ευρώ στον 57χρονο δικηγόρο για την αγορά ράβδων χρυσού, οι οποίες όμως αποδείχθηκε ότι ήταν ψεύτικες.

Όταν διαμαρτυρήθηκε, του είπαν να μην ανησυχεί, υποσχόμενοι ότι θα τον αποζημίωναν με πολύτιμους πίνακες ζωγραφικής. Πράγματι, του παρέδωσαν έργα τέχνης, τα οποία όμως επίσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διαπίστωσε ότι ήταν πλαστά. Ο επιχειρηματίας αποφάσισε να προσφύγει στις  αστυνομικές Αρχές.

Η αστυνομική έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε ότι οι δύο κατηγορούμενοι είχαν σχέση και με μέλη της σπείρας που τον περασμένο Ιούνιο είχαν προσπαθήσει να πουλήσουν έναν πλαστό πίνακα Πικάσο έναντι 25 εκατομμυρίων ευρώΤότε, οι «αγοραστές» ήταν αστυνομικοί που, μετά τη δήθεν συναλλαγή, συνέλαβαν 13 μέλη της οργάνωσης.

Εις βάρος τους είχε σχηματιστεί δικογραφία για -κατά περίπτωση- συγκρότηση, ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, διακεκριμένη απάτη κατ’ εξακολούθηση άνω των 120.000 ευρώ, διακεκριμένη προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας κατ’ επάγγελμα σε εμπορική κλίμακα και από υπαίτιο ιδιαίτερα επικίνδυνο, κατ’ εξακολούθηση, υπεξαίρεση μνημείων, κατ’ επάγγελμα, κατ’ εξακολούθηση, διακεκριμένη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ εξακολούθηση, υπεξαίρεση, υποχρέωση δήλωσης των ανιχνευτών μετάλλων και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.

Στο πλαίσιο της αστυνομικής επιχείρησης, είχε διεξαχθεί συγκεκαλυμμένη έρευνα από αστυνομικούς του Τμήματος Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αρχαιοτήτων, κατά τη διάρκεια της οποίας μέλη της εγκληματικής οργάνωσης θα προχωρούσαν σε τρεις αγοραπωλησίες πλαστών έργων τέχνης:

Α. η πρώτη αφορούσε αγοραπωλησία 25.000.000 ευρώ για πίνακα του Picasso, ο οποίος απεικόνιζε μία γυναικεία μορφή

Β. η δεύτερη αφορούσε αγορά έξι (6) αντικειμένων (δυο πίνακες του Πόλοκ, έναν πίνακα του Κλοντ Μονέ και -3- θρησκευτικές εικόνες) στην τιμή των 100.000 ευρώ και

Γ. η τρίτη αγοραπωλησία 7 αντικειμένων (5 πίνακες του ζωγράφου Παρθένη και δύο θρησκευτικές εικόνες) στην τιμή των 150.000 ευρώ