«Εσύ τα έδωσες όλα και τα πήρες όλα», με τη φράση αυτή, αποτύπωσε η πρόεδρος του δικαστηρίου την πορεία του 38χρονου μουσικού, Γιάννη Κατσιλάμπρου, μέχρι το έγκλημα.
Η πρόεδρος υπέβαλε «βροχή» ερωτήσεων στον κατηγορούμενο, ενώ του απηύθυνε βαρύ «κατηγορώ» για την απόφασή του να σκοτώσει τη σύζυγό του, αντί να επιλέξει ένα ομαλό τέλος στο γάμο του.
«Με προπηλάκιζε, με έδερνε, με είχε σαν σάκο του μποξ. Δεκαεπτά χρόνια έτρωγα ξύλο. Φοβόμουν ακόμη και να χαρώ. Με χλεύαζε, έλεγε ότι ήμουν ο χαζός της οικογένειας» είπε ο κατηγορούμενος, περιγράφοντας τη σχέση του με το θύμα, τη μοναδική, όπως είπε, γυναίκα που αγάπησε, την πρώτη του σχέση.
Πρόεδρος: Γιατί δεν έδωσες ένα ομαλό τέλος στη σχέση, αλλά επέλεξες ένα θυελλώδη τέλος σ’ αυτήν;
Κατηγορούμενος: Έβαζα την αγάπη πάνω από την αξιοπρέπεια.
Πρόεδρος: Εκτός από τον εαυτό σου, αγαπάς κάποιον άλλον; Την Παναγιώτα, την αγάπησες;
Κατηγορούμενος: Ήταν αγάπη.
Πρόεδρος: Εκδηλώνεις με περίεργο τρόπο αυτή την αγάπη. Γιατί θες να ζεις σε έναν δικό σου κόσμο και δεν βλέπεις τα πράγματα κατάματα; Δεν πιστεύω ότι, εκτός από τον εαυτό σου, αγαπάς κανέναν άλλο… Έχω την εντύπωση ότι ακόμη και τώρα δεν έχεις καταλάβει το μέγεθος και την απαξία της πράξης σου.
Κατηγορούμενος: Έχω καταλάβει τις συνέπειες. Τις βλέπω καθημερινά. Η κόρη μου δεν θα μάθει ποτέ να λέει ”μαμά”. Κι όλο αυτό οφείλεται σε εμένα.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, ήταν η αξίωση της Παναγιώτας για την επικαρπία του σπιτιού που έμεναν στη Φιλοθέη.
«Μου είπε ότι θα χωρίσει, εάν δεν την εξασφαλίσω… Ήταν εκτός εαυτού…».
Ο υπαινιγμός του θύματος, πως το ένα παιδί δεν ήταν δικό του, ανέβασε ακόμα περισσότερο τους τόνους στον καβγά τους και, όπως είπε, εκείνη του επιτέθηκε πρώτη και τότε αυτός την χτύπησε με το σίδερο.
«Έπεσε κάτω κι έμεινε ακίνητη. Την πήγα με δυσκολία στο μπάνιο, της έριξα νερό και την εκλιπαρούσα να συνέλθει. Ήταν μια πανικόβλητη, απεγνωσμένη προσπάθειά μου να την επαναφέρω.
Η Παναγιώτα, όμως, δεν αντέδρασε. Δεν μου αρέσει να λένε ότι έπνιξα τη γυναίκα μου. Εγώ προσπαθούσα να τη συνεφέρω».
Ο μάρτυρας περιέγραψε τις ενέργειές του στη συνέχεια, λέγοντας ότι έβαλε το πτώμα σε μια σακούλα και το πήγαινε σε κάδους, έως ότου το θάψει τελικά στο παρκάκι.
«Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να αυτοκτονήσω. Δεν φάνηκα τόσο δυνατός να το κάνω»
Πρόεδρος: Μα δεν είχες δείξει και καμία δύναμη έως τότε.
Αυτό που μέτρησε στον κατηγορούμενο ήταν από τη μία το αίσθημα αυτοσυντήρησης και από την άλλη ο φόβος του, μήπως χάσουν τα παιδιά, εκτός από τη μητέρα, και τον πατέρα τους.
Ο κατηγορούμενος περιέγραψε λεπτό προς λεπτό πως έσκαψε στο πάρκο, για να θάψει το πτώμα και αρνήθηκε ότι έπαιζε θέατρο, όταν εμφανιζόταν στενοχωρημένος που έφυγε η Παναγιώτα.
«Το βράδυ, όταν έμεινα μόνος μου, άρχισα να θρηνώ για τη γυναίκα μου. Τότε συνειδητοποίησα τι έκανα. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι την παράδοση, ήμουν εγκλωβισμένος».
Διαβάστε επίσης:
«Δεν φάνηκα τόσο δυνατός ώστε να αυτοκτονήσω»
Παρασκευή, 12 Φεβρουαρίου 2010, 13:05
