Επιμέλεια: Δημήτρης Κουμουρτζής
Πτυχές της ιστορίας της ανακάλυψης των ιερών λειψάνων του Αγίου Δημητρίου στην Ιταλία και της μεταφοράς τους στη Θεσσαλονίκη καταγράφει ο προσκυνηματικός Ιερός Ναός του πολιούχου Αγίου της Θεσσαλονίκης στην ιστοσελίδα του.
Η βυζαντινολόγος – αρχαιολόγος, Μαρία Θεοχάρη, η οποία ασχολήθηκε με θέματα έρευνας άγνωστων θεμάτων της παλαιοχριστιανικής εποχής, είχε μια επιτυχία που συγκίνησε τον Ορθόδοξο κόσμο και ιδιαίτερα τους Θεσσαλονικείς. Βρήκε ότι το λείψανο του προστάτη της Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου, βρισκόταν στο Σαν Λορέντζο της Ιταλίας. Λεπτομέρειες για την ανακάλυψη αυτή έδωσε η Μ. Θεοχάρη στο παρακάτω άρθρο της το 1978.
Στο Δημοτικό Μουσείο της Ιταλικής πόλεως Σασσοφεράτο, κοντά στην Αγκώνα, φυλάγεται ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Δημητρίου. Η εικόνα παριστάνει τον Άγιο Δημήτριο σαν στρατιωτικό Άγιο, όρθιο, να κρατά στο δεξί χέρι, το δόρυ, στο αριστερό ασπίδα. Μια ασημένια κορνίζα πλαισιώνει την εικόνα: έχει στις δυο κάθετες πλευρές της, ελληνικές επιγραφές. Η επιγραφή της αριστερής πλευράς, και η σπουδαιότερη, δεν υπάρχει σήμερα, την γνωρίζουμε όμως από το Corpus Inscriptionum Graecarum, όπου δημοσιεύθηκε το 1877. Λέγει τα εξής: «Ὤ μεγαλομάρτυς Δημήτριε μεσίτευσον πρός Θεόν ἴνα τῶν πιστῶν σου δούλω τῷ ἐπιγείω βασιλεῖ Ρωμαίων Ἰουστινιανῶ δοίη μοί νηκῆσαι τούς ἐχθρούς ἐμοῦ καί τούτους ὑποτάξαι ὑπό τούς πόδας μου».
Η εικόνα που εμφανίστηκε και στην Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης
Στην οριζόντια επάνω πλευρά της κορνίζας, στο μέσο υπήρχε χρυσό φιαλίδιο με την επιγραφή: «Ἅγιον Μύρον». Άλλες παραστάσεις, όπως δικέφαλοι αετοί ή το τετράγραμμο Β, Β, B, B, έμβλημα της Κωνσταντινουπόλεως, συμπληρώνουν τη διακόσμηση του πλαισίου. Η εικόνα αυτή, που εμφανίστηκε και στην Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που έγινε στην Αθήνα το 1964, ανήκει σύμφωνα με τις γνώμες διακεκριμένων βυζαντινολόγων, στα ωραιότερα έργα της εποχής των Παλαιολόγων. Η επιγραφή της όμως, που αναφέρει Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, απασχόλησε επανειλημμένως τους ιστορικούς, όπως τον Σάθα – το 1877 που έλαβε γνώση από το Corpus και το Vasiliev το 1950. Και οι δυο – Ο Vasiliev προφανώς παρασυρμένος από τον Σάθα – υποστήριξαν πως πρόκειται για τον Ιουστινιανό τον Β’, ο οποίος πράγματι το 688 κατήγαγε λαμπρή νίκη εναντίον των Σλάβων, με τη θαυματουργή επέμβαση του Αγίου της Θεσσαλονίκης. Η δυσκολία όμως έγκειται στο ότι η εικόνα είναι του 14ου αι. ενώ νίκη του Ιουστινιανού του Β’ χρονολογείται στο 688. Άλλον ένα Ιουστινιανό γνωρίζει το Βυζάντιο, τον μεγάλο αυτοκράτορα του 6ου αι.
Αλλά το ύφος της επιγραφής δηλώνει καθαρά πως ο ίδιος ο κτήτορας της εικόνας απευθύνεται προς τον Μεγαλομάρτυρα και του ζητά να μεσιτεύσει στο Θεό για να του χαρίσει τη νίκη. Είναι αδύνατο να υποθέσουμε ότι ο αφιερωτής της εικόνας αντιγράφει επίκληση προγενέστερου αυτοκράτορα σε εποχή μάλιστα που, όπως ο 14ος αιώνας, το Βυζάντιο είχε στη διάθεσή του εξαίρετους επιγραμματοποιούς σαν τον Μανουήλ Φιλή.
Το πρόβλημα της ταυτίσεως του αυτοκράτορα της εικόνας γίνεται ακόμη δυσκολότερο όταν παρατηρήσει κανείς, από διάφορα επιγραφικά και διακοσμητικά στοιχεία, ότι το πλαίσιο είναι υστερότερο της εικόνας, πράγμα που δεν είχαν προσέξει μέχρι τώρα όσοι ασχολήθηκαν με την ερμηνεία της επιγραφής.
Αναζητώντας τη λύση στο πρόβλημα αυτό χρειάστηκε να ανατρέξουμε στην αρχειακή έρευνα. Η έρευνα αυτή νομίζω πως μας έδωσε τη λύση, ενώ συγχρόνως μας έδειξε πως η εικόνα συνδεόταν με τα λείψανα του Μεγαλομάρτυρα της Θεσσαλονίκης. Έπρεπε λοιπόν να εντοπίσουμε τα λείψανα.
Είναι γνωστό από τους «Βίους» και τα «Θαύματα» του Μυροβλύτη, που αποτελούν μεγάλης σημασίας ιστορικές πηγές για το μεσαιωνικό βίο της Θεσσαλονίκης, ότι ο Άγιος «λόγχαις κατεσφάγη» στο δημόσιο λουτρώνα της πόλεως, στις αρχές του 4ου αι., κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών των Χριστιανών, επί Διοκλητιανού. Την ίδια νύχτα, κρυφά, οι Χριστιανοί έσκαψαν τάφο στον τόπο του μαρτυρίου του και έθαψαν το εγκαταλειμμένο σώμα του μάρτυρα.
Το 313 μετά το Διάταγμα Περί Ανεξιθρησκίας, χτίζεται ένας μικρός «οικίσκος» πάνω από τον τάφο του. Στα μέσα του 5ου αι., ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος, που γιατρεύεται, με θαύμα του Αγίου από βαριά αρρώστια, χτίζει μία μεγάλη βασιλική στα ερείπια του ρωμαϊκού λουτρού. Τότε μεταφέρεται κι ο τάφος από το μικρό «οικίσκο» μέσα στην Εκκλησία.
«Κατά μέσον του ναοῦ, πρός τοῖς λαιoίς πλευροῖς», ιδρύθηκε το περίφημο ασημένιο Κιβώριο που περιείχε τη λάρνακα του Αγίου. Οι ανασκαφές του αειμνήστου Γ. Σωτηρίου, μετά την πυρκαϊά του 1917, έφεραν στο φώς την εξάγωνη βάση του. Εξάλλου η εξαιρετικής σημασίας μελέτη του καθηγητή κ. Ανδρέα Ξυγγόπουλου μας αποκάλυψε ποιο ήταν το σχήμα του Κιβωρίου και της λάρνακας και έθεσε τα προβλήματα τα σχετικά με το μαρτύριο και την εικονογράφησή του.
Επρόκειτο για ένα κενοτάφιο που περιείχε την ασημένια λάρνακα με την ανάγλυφη εικόνα του Αγίου, που προσκυνούσαν οι πιστοί ενώ «ἔκειτο ὑπό γῆν τό πανάγιον αὐτοῦ λείψανον» από το οποίον έρεε το μύρο. Το λείψανο αυτό οι πιστοί το ‘βλεπαν στα όνειρά τους. Κι η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης το φρουρούσε άγρυπνα αφού είχε αρνηθεί σε δύο αυτοκράτορες, τον Ιουστινιανό και τον Μαυρίκιο, να τους δώσει τεμάχιο.
Τι έφεραν στο φως οι ανασκαφές
Στο ναό της Θεσσαλονίκης το λείψανο του Αγίου δεν υπάρχει πια.
Οι ανασκαφές του Σωτηρίου έφεραν στο φως μόνον ένα φιαλίδιο με το αίμα του μάρτυρα. Άλλωστε κι η αρχειακή έρευνα έδειχνε πως έπρεπε να το αναζητήσουμε στην Ιταλία.
Λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Σασσοφεράτο όπου φυλάγεται η εικόνα, βρίσκεται το Σάν Λορέντζο ιν Κάμπο.
Σήμερα είναι μία γραφική πολίχνη όπου η ζωή κυλάει ήρεμα. Στον Μεσαίωνα όμως υπήρξε ένα ακτινοβόλο εκκλησιαστικό κέντρο.
Είναι χτισμένη στην περιοχή της αρχαίας πόλεως Σουάσα, γνωστής από τον Πλίνιο και τον Πτολεμαίο. Πολύ νωρίς ο μοναχισμός αναπτύχθηκε στο Σάν Λορέντζο και πολλά μοναστήρια ανοικοδομήθηκαν.
Αλλά οι επιδρομές των Λομβαρδών και άλλων βαρβάρων ερήμωσαν τον τόπο και διατάραξαν τη ζωή των Μοναχών. Τούτοι όμως με το αργό και σιωπηλό έργο τους, το μακρύ και επίπονο, κατόρθωσαν ν’ αναζωογονήσουν τις λεηλατημένες και εγκαταλελειμμένες περιοχές, που άνθισαν και πάλι, ανάμεσα στον 8ο και 12ο αιώνα. Σε τούτη τη δεύτερη περίοδο, ο μοναχισμός του Σάν Λορέντζο βρισκόταν σε σχέση εξαρτήσεως από τον Άγιο Βιτάλιο του Λιμένα, της Ραβέννας.
Το Αββαείο του Σάν Λορέντζο ανάγεται περίπου στο έτος 1000 και φαίνεται ότι είχε στενούς δεσμούς με το περίφημο μοναστήρι Ντί Φόντε Αβελλάνα όπου διατηρούνταν πολλά κειμήλια βυζαντινά. Ο ναός του Αββαείου, στο πέρασμα του χρόνου, δέχτηκε πολλές μεταρρυθμίσεις και ανανεώσεις. Στην κρύπτη του, υπάρχει σήμερα, κάτω από αψίδα του ανατολικού τείχους, ξύλινη πολυτελής λάρνακα σε σχήμα αντεστραμμένης κολούρου πυραμίδας, που προφυλάσσεται από σιδερένιο κιγκλίδωμα. Η λάρνακα αυτή λέγεται ότι περιέχει τα οστά του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης.
Στο Ενοριακό Αρχείο του Σάν Λορέντζο σώζονται τα έγγραφα που μας πληροφορούν σχετικά με τη λάρνακα και την ανεύρεσή της. Το διεξοδικότερο αλλά και νεότερο είναι μία συμβολαιογραφική πράξη του 1779, που έχει την υπογραφή του συμβολαιογράφου Nicolo Lazzarini. Το έγγραφο αυτό σε συνδυασμό με παλαιότερες εκθέσεις, θεσπίσματα και επιγραφές (1520, 1592, 1599, 1604) μας δίνει το ακόλουθο ιστορικό της ανευρέσεως και λατρείας του λειψάνου.
Στις 20 Ιουνίου του 1520, ενώ γίνονταν εργασίες αναστηλώσεως στο ναό από τον Επίσκοπο Μάρκο Βιγέριο τον Β’, Επίτροπο του Αββαείου, βρέθηκε κάτω από το κεντρικό ιερό βήμα του ναού, εντοιχισμένη ξύλινη λάρνακα χρωματισμένη με κόκκινο.
Την άνοιξαν και είδαν ότι περιείχε άγια λείψανα καθώς και μία μολύβδινη πλάκα, που διατηρείται μέχρι σήμερα και φέρει σε συντομογραφία μία λατινική επιγραφή. Στη θέα της λάρνακας, κλήρος και πιστοί, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, αναγνώρισαν ότι πρόκειται για τα λείψανα του Αγίου της Θεσσαλονίκης.
Ο Επίσκοπος Βιγέριος την ερμήνευσε έτσι: «Ἐνθάδε ἀναπαύεται τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ ἐπιφανοῦς Θεσσαλονικέως μάρτυρος», ανάγνωση που δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στους κανόνες της επιγραφικής και που προϋποθέτει προγενέστερη γνώση του περιεχομένου της λάρνακας.
Η επιγραφή πρέπει να διαβαστεί «Ἐνθάδε ἀναπαύεται τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» (Ηic Requiescit Corpus Sancti Demetrii). Οι επιγραφολόγοι τον χρονολογούν στο τέλος του 12ου – αρχές 13ου αιώνα.
Τι υποχρέωσε ο προύχοντας να κάνουν οι κληρονόμοι
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1538 ένας προύχοντας της περιοχής, με συμβολαιογραφική πράξη, υποχρεώνει τους κληρονόμους του να τελούν κάθε χρόνο, στην εορτή του Αγίου, επίσημη πανήγυρι με δέκα τουλάχιστον ιερείς, ενώ ένα θέσπισμα του 1592 επιβάλλει εορταστική αργία κατά την εορτή του Αγίου που ετελείτο, σύμφωνα με το λατινικό εορτολόγιο, στις 8 Οκτωβρίου, καθορίζει μάλιστα και ειδική Ακολουθία προς τιμήν του.
Το 1604, ένας γόνος της διακεκριμένης οικογένειας Della Rovere, ο Ιουλιανός, Επίτροπος του Αββαείου, μεταφέρει το λείψανο σε παρεκκλήσι του ναού, αφιερωμένο στον Άγιο. Η λάρνακα τοποθετείται σ’ ένα κοίλωμα του τοίχου, επίτηδες διασκευασμένο για να την περιλάβει.
Είχε μήκος ενός ανθρώπου μάλλον μεγάλου αναστήματος. Την έκρυβε ένας βαρύς πίνακας, με την παράσταση των δύο Αγίων, του Δημητρίου και του Φραγκίσκου της Ασίζης και με επιγραφή, με χρυσά γράμματα, που ανέφερε την ανεύρεση του 1520 και την πρόσφατη μεταφορά.
Το 1779, ο Καρδινάλιος Αλέξανδρος Αλμπάνι, τέως Επίτροπος του Αββαείου, που είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον Άγιο, θέλησε να τοποθετήσει τα ιερά λείψανα σε λάρνακα ευπρεπέστερη. Γι’ αυτό παρήγγειλε στη Ρώμη τη σημερινή λάρνακα από ξύλο Ινδίας, με πόδια και με περίγυρο από μέταλλο επιχρυσωμένο. Επίσης από ευλάβεια προς τον Άγιο επισκεύασε και μεγάλωσε την εκκλησία του Αββαείου.
Ενώπιον επιτροπής, που την αποτελούσαν ανώτατοι ιερωμένοι, γιατροί και ο συμβολαιογράφος έγινε η μετακομιδή στη νέα λάρνακα. Με πολλές λεπτομέρειες περιγράφονται, από τον συμβολαιογράφο, οι σφραγίδες που έκλειναν το σκέπασμα της παλιάς λάρνακας για να πιστοποιηθεί έτσι η αυθεντικότητα των λειψάνων και από τους παρόντες γιατρούς, τα διάφορα οστά που περιείχε. Γίνεται πάλι λόγος για τη μολύβδινη πλάκα που συνόδευε τα λείψανα και για την επιγραφή της.
Εξάλλου το «Ημερολόγιο» του Ενοριακού Αρχείου, για να εξηγήσει την παρουσία του λειψάνου στην Ιταλία, επικαλείται τη μαρτυρία μιας Vita (Βίου) του Αγίου, που γράφηκε και τυπώθηκε στη Βενετία. Όπως λέγεται εκεί το σώμα του μάρτυρα μεταφέρθηκε κρυφά από τη Θεσσαλία – είναι γνωστό πως Θεσσαλία ονομαζόταν τότε η Μακεδονία – από κάποιο μοναχό και είχε διατηρηθεί ακέραιο και ευωδιάζον μέχρι της εποχής που ο Καρδινάλιος Negroni, Επίτροπος του Αββαείου, το απέστειλε στη Ρώμη για αναγνώριση.
Αυτές είναι, σε σύντομη διατύπωση, οι μαρτυρίες για το ιστορικό του αγίου λειψάνου στην Ιταλία. Το ότι, από την πρώτη στιγμή της ανευρέσεως, σχηματίστηκε η ακλόνητη πεποίθηση ότι πρόκειται για τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου, και ότι ο Βιγέριος και οι άλλοι Ιταλοί θεολόγοι έδωσαν μία ερμηνεία σχετική αλλ’ αυθαίρετη της επιγραφής, τούτο σημαίνει ότι θα υπήρχε ίσως κάποια παράδοση τοπική ή τίποτα άλλα στοιχεία που μας διαφεύγουν σήμερα, για την παρουσία του λειψάνου στην περιοχή του Σάν Λορέντζο. Το ότι μάλιστα οι Ιταλοί, που δεν έχουν ιδιαίτερη ευλάβεια για τον Άγιο Δημήτριο εξέδωκαν κατά καιρούς θεσπίσματα και ακολουθίες για τον πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του, δείχνει ότι επρόκειτο για ένα σεβάσμιο λείψανο και τέτοια ήσαν εκείνα που είχαν έρθει από την Ανατολή.
Η επιγραφή της μολύβδινης πλάκας, που χρονολογείται στο 12ο – 13ο αι. και το γεγονός ότι, κατά τις εργασίες των ανασκαφών, ο Σωτηρίου δεν βρήκε στον τάφο παρά ένα φιαλίδιο με το αίμα του μεγαλομάρτυρα, συνηγορούν για τη γνησιότητα της μαρτυρίας.
Τέλος, η πρόσφατη αναγνώριση των λειψάνων, που έγινε με σύγχρονα επιστημονικά μέσα απέδειξε, όπως βεβαιώνουν οι μάρτυρες – επίσκοποι και ιερείς καθώς και τρείς διακεκριμένοι γιατροί – ότι τα οστά ανήκουν σε νεαρό άτομο που υπέστη βίαιο θάνατο, στις αρχές του 4ου αι. Η Θεσσαλονίκη βρισκόταν στο δρόμο των Σταυροφοριών και είναι γνωστό, πόσο μετά την άλωση του 1204, ήσαν περιζήτητα τα λείψανα των Αγίων από τους δυτικούς μοναχούς, που λεηλάτησαν τα ελληνικά ιερά και εμπορεύτηκαν ό,τι σεβάσμιο είχε η Ορθοδοξία.
Η επαναφορά των ιερών λειψάνων στη Θεσσαλονίκη
Αμέσως μετά τη δημοσίευση της είδησης ότι εντοπίσθηκε το ιερό λείψανο του Αγίου Δημητρίου, ο τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Β’, έσπευσε να συγκεντρώσει πληροφορίες από ειδικούς επιστήμονες που ασχολούνται με παρόμοια προβλήματα γύρω από τη γνησιότητα των Ιερών λειψάνων. Ο μητροπολίτης, αφού έλαβε την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετέβη προσωπικά στην Ιταλία και παρακάλεσε τον Επίσκοπο του Φάνο, Κωνστάντιο Μίτσι, να δεχθεί να επιστρέψει το λείψανο του Αγίου Δημητρίου στην πόλη του. Ο Επίσκοπος Φάνο, μπροστά σ’ αυτό το δίκαιο αίτημα του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και στην επιθυμία του Αγίου να επιστρέψει στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη, έδωσε τη συγκατάθεσή του. Έμενε τότε να δεχθούν και οι κάτοικοι του Σάν Λορέντζο. Χωρίς κανένα δισταγμό ο Μητροπολίτης πήγε στο ναό του Σάν Λορέντζο όπου οι κάτοικοι με επικεφαλής τον Επίσκοπο, τον Δήμαρχο και τους ιερείς τον περίμεναν. Με πειστικότητα και ενθουσιασμό ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, αλλά και με την πεποίθηση ότι εξέφραζε την επιθυμία, όχι μόνο των κατοίκων της μαρτυρικής Θεσσαλονίκης, αλλά και του προστάτου της Αγίου, διατύπωσε στη συνέχεια το δίκαιο αίτημα, που έγινε αποδεκτό με συγκίνηση απ’ όλους. Το ότι ήταν θέλημα του Θεού και του Αγίου να αξιωθεί η Θεσσαλονίκη να τον δεχτεί πάλι στους κόλπους της, φάνηκε καθαρά κι απ’ τον διάλογο που ακολούθησε ανάμεσα στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα και τους κατοίκους του Σάν Λορέντζο, οι οποίοι δέχθηκαν να στερηθούν το λείψανο του Αγίου που για εκατοντάδες χρόνια φιλοξένησαν στον I. Ναό τους.
Την άλλη κιόλας μέρα σε επίσημη τελετή ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης παρέλαβε την τίμια κάρα του Αγίου Δημητρίου, ενώ τα δάκρυα των Λαυρεντίνων που την αποχαιρετούσαν έσμιγαν με τα δάκρυα της συγκινήσεως και ανέκφραστης χαράς του Παναγιωτάτου και των συνοδών του για το ίδιο γεγονός.
Στις 23 Οκτωβρίου 1978 η τίμια κάρα έφθασε με πομπή στη Θεσσαλονίκη, όπου ο λαός την υποδέχθηκε με πρωτοφανή και δίκαιο ενθουσιασμό και με μεγάλη συγκίνηση. Οι στιγμές υπήρξαν μεγαλειώδεις. Με θριαμβευτική πομπή κλήρου και λαού, το ιερό λείψανο του Αγίου επέστρεφε στην πόλη Του, για να βρίσκουν οι Θεσσαλονικείς και πάλι καταφυγή στην διαιώνια και πανίσχυρη προστασία του πολιούχου τους.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1978, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Δημήτριος με επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης τον συνέχαιρε εγκάρδια για την επαναπόκτηση της τίμιας κάρας και ευχόταν ολόψυχα στον Θεό να βοηθήσει στην απόκτηση και των άλλων λειψάνων του Μεγαλομάρτυρα.
Το 1980 συμπληρώθηκαν 1700 χρόνια από την γέννηση του Αγίου Δημητρίου. Αυτόν ακριβώς το χρόνο και μάλιστα στις 10 Απριλίου, την Πέμπτη της Διακαινησίμου, ο Επίσκοπος Φάνου Κωνστάντιο Μίτσι μετά από συγκινητικές τελετές, παρέδωσε τα υπόλοιπα ιερά λείψανα του Αγίου Δημητρίου στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης που συνοδευόταν από τον εκπρόσωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Κρατείας Γεννάδιο και τον Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Αρχιμανδρίτη Παντελεήμονα Καλπακίδη.
Την επομένη ημέρα ο Παναγιώτατος συνοδευόμενος και από τον εφημέριο του Σάν Λορέντζο Αιδεσιμολογιώτατο Αράλντο Αντζελόνι Λίνο Ρίτσι, αντιπρόσωπο της Εκκλησιαστικής επαρχίας Φάνο και Πέργκολα, τον Δήμαρχο Ρενάτο Ρίτζι και τον Ειρηνοδίκη του Σάν Λορέντζο, έφτασαν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού με το μεγαλύτερο μέρος των Ιερών λειψάνων του Αγίου Δημητρίου. Έξι μεγάλα τεμάχια λειψάνων κράτησαν στο Σάν Λορέντζο. Στο αεροδρόμιο υποδέχθηκε τα τίμια λείψανα και τον Παναγιώτατο με την συνοδεία του ο Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Βακάρος, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και εκπρόσωποι του Τύπου.
Το Σάββατο στις 12 Απριλίου η πομπή ξεκίνησε απ’ την Αθήνα και στίς 17:30 έφθασε στη γέφυρα του Γαλλικού Ποταμού έξω από την Θεσσαλονίκη, όπου υποδέχθηκαν τα ιερά λείψανα του Αγίου Δημητρίου, ο Υπουργός Βορείου Ελλάδος Ν. Μάρτης, ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης Τσάκωνας, ο Υποστράτηγος Παπαναστασίου ως εκπρόσωπος του Γ’ Σώματος Στρατού, ο Επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, άλλοι εκπρόσωποι πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών και πλήθος κληρικών και πιστών, ενώ συγχρόνως τα πλοία στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης σφύριζαν πανηγυρικά και οι καμπάνες των Εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα.
Η ιερή πομπή περνώντας από τις οδούς 26ης Οκτωβρίου, Εγνατίας, Βενιζέλου και Αγίου Δημητρίου, έφθασε στον ιστορικό ναό του Πολιούχου Αγίου Δημητρίου, όπου τα τίμια λείψανα του Αγίου υποδέχθηκαν οι Μητροπολίτες Λαγκαδά Σπυρίδων, Καλαμαριάς και Νέας Κρήνης Προκόπιος, Πολυανής και Κιλκισίου Αμβρόσιος, Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμων, οι Υφυπουργοί Οικονομικών Μποκοβός, Συγκοινωνιών Μούτσιος, Βουλευτές, ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Παπαδόπουλος, αντιπροσωπείες αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, Μακεδονομάχοι με παραδοσιακές εθνικές στολές, η Βυζαντινολόγος–Αρχαιολόγος Μαρία Θεοχάρη, Καθηγητές Πανεπιστημίου, εκπρόσωποι Ιδρυμάτων, Πολιτιστικών Συλλόγων, Οργανισμών, Συνδέσμων, Συνδικάτων και Αδελφοτήτων και πλήθη ορθοδόξων πιστών. Παράλληλα οι φιλαρμονικές του Στρατού, της Χωροφυλακής και του Δήμου απέδιδαν τιμές, ενώ νεάνιδες έραιναν με άνθη, και οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα ευαγγελίζοντας τη μεγάλη χαρά της πόλης για την επιστροφή του πολιούχου και προστάτη της, ενδόξου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου.
Πηγή: Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου
