Μητέρα να σου συστήσω, «από εδώ η Τζένη, η μέλλουσα νύφη σου…».
 
Από την πρώτη στιγμή που μας σύστησε ο Κώστας, είδα ότι δεν με χώνεψε.
Στραβομουτσούνιασε. Τα μάτια της, είναι και μεγάλα σαν της
κουκουβάγιας, έγιναν μεγεθυντικός φακός και με κοιτούσαν εξονυχιστικά.
 
Ένα «χαίρω πολύ», είπα και ζορίστηκε να απαντήσει. Αμέσως κάλεσε τον
κανακάρη της στην κουζίνα. Έκανε θόρυβο με τα ποτήρια για να μην ακούω
τι λένε. Φανταζόμουν τι μου έσουρνε…  ένιωσα ένα κομπρεσέρ στο κεφάλι
μου. Την φαντάστηκα να μου κάνει βουντού καρφώνοντας καρφίτσες σε ένα
κέρινο ομοίωμά μου.
 

Τι είχα κάνει; Απλώς της έπαιρνα το γιο της, τον μονάκριβό της, τον
πασά της, αυτόν που μια ολόκληρη ζωή κανάκευε για να της τον αρπάξει
τώρα, ποια η πρώτη τυχούσα…

Στάσου, εγώ δεν ήμουν Η ΠΡΩΤΗ ΤΥΧΟΥΣΑ.
 
Με τα αγγλικά μου, με τα γαλλικά μου, το πιάνο μου, την Φιλολογία μου,
το μπαλέτο μου, το bungee jumping μου (καλά αυτό τι το ήθελα τώρα;
Κώσταααα, το υπογλώσσιο για τη μητέρα…), το βελονάκι μου, τον χαλβά
μου!
 
Όλα τα είχα και όλα της ξίνιζαν. Κάθε φορά που πήγαινα να κάνω κάτι να
τη βοηθήσω, δήθεν δεν ήξερα να το κάνω καλά. Και Νόμπελ Χημείας να
πάρω πάλι δεν θα ξέρω από χημικές αντιδράσεις για εκείνη.
 
Όποτε της έφερνα να δοκιμάσει μια μαγειρική μου δημιουργία, είχα τον
Μαμαλάκη και τον Παρλιάρο με τη μορφή της Βέφας να μου λέει με αυστηρό
ύφος: «Του Κώστα μου, να ξέρεις, δεν του αρέσουν τα πικάντικα για το
στομαχάκι του…  δεν του αρέσουν τα πολύ γλυκά, αλλά τα ξινά, όχι τα
μοντέρνα αλλά τα παραδοσιακά φαγητά…». Όχι το ‘να, όχι τ’ άλλο, πολύ
αλάτι, λύσσα το έκανε. Πού να λυσσάξεις πια. Και από εκείνη τα
σαβούριαζε όλα ακόμα και με τρίχες – της μανούλας είναι η τριχούλα,
φάε αγόρι μου. Εκεί δεν τον ενοχλούσαν οι αιμορροΐδες του; Φωτιά
κοντεύαμε να πιάσουμε με τα σουτζουκάκια της.
 
Δεν μιλάω, δεν μιλάω, μητέρα του αγαπημένου μου είναι, αλλά αααα!. Τι
να πω; Μάνα είναι μόνο μία. Και ο Κώστας κουβέντα μπροστά της. Μαμά
και μαμά… «Πότε θα με φτιάξεις χαλβά, μαμά… Και τα φουντούκια, μαμά…».
 
Να κοιτάζει τα ρούχα μου, είναι καθαρά; «Είμαι παστρικιά, κυρία μου,
δεν θα κακοπέσει ο γιόκας σου», μου έρχεται να της φωνάξω. Γιατί ο
Κώστας εκείνο, ο Κώστας το άλλο… Αν δεν αγαπούσα τόσο τον Κώστα και
ΜΟΥ, το ακούς και ΜΟΥ, το τονίζω, δεν θα τα ανεχόμουν όλα αυτά.
 
Όλες οι μανάδες έχουν έρωτα με τους γιους τους! Αυτό δεν το
καταλαβαίνω το Οιδιπόδειο… Οιδίποδα κοίτα μην σε ξεματιάσω εγώ… Τους
μεγαλώνουν σαν βασιλιάδες και εμείς, οι κακιές νύφες, δεν τους
φροντίζουμε και τους «ρουφάμε»! Τους αποξενώνουμε από τη μανούλα.
 
Γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν ότι κι εμείς το καλό τους θέλουμε, ότι
τους αγαπάμε; Βέβαια, εμείς «δεν έχουμε πονέσει για αυτούς…» και κλάμα
η κυρία να πούμε. Ωτοασπίδες γρήγορα, πάλι θα ακούσουμε πώς πόνεσε
στην γέννα και που έβγαινε με τα πόδια. Ανάποδος σε όλα του, θα
μονολογήσει πάλι. Άλλη παιδί δεν έκανε μόνο η Μαριώ το Γιάννη…
 
Όταν ο Κώστας της μας έψηνε το ψάρι στα χείλη και μας κρατούσε μούτρα
δια ασήμαντον αφορμή, τότε πάλι με το μέρος του ήταν. Τηλεφωνούσαμε με
δάκρυα στα μάτια. «Δεν είναι εδώ, βγήκε με μια κοπελίτσα», έλεγε για
να μας πικάρει. Αλλά και τότε δεν έφταιγε εκείνος, καλά μας έκανε.
 
Άσε που αν έχει και αδελφή ο γαμπρός, τότε… Τι τα θες, τι τα γυρεύεις.
Δεν ρίχνεις σπίρτο στο κορμί σου να πυρποληθείς καλύτερα, λιγότερο
επώδυνο θα είναι. Έχεις πεθερά στο τετράγωνο! Η χορωδία Τρικάλων
ψέλνει μόνο για σένα!
 
«Υπομονή, υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός», σκεφτόμουν… Θα
πέσουμε στο κρεβατάκι μας και εκεί θα είμαστε οι δύο μας. Και τότε
έκανε το θαύμα της – δια χειρός Πεθεράς.
  
Θα μέναμε στο σπίτι της μετά από ξενύχτι, όταν με πρόσχημα ότι δεν
χωράμε στο κρεβάτι του παιδικού δωματίου του Κώστα, που ακόμη έχει τις
τσίτσιδες να στολίζουν τον τοίχο του, μου έστρωσε στον κ α ν α π έ!
ΕΛΕΟΣ… Αυτό παραπάει σκέφτηκα. Έχω και μια αξιοπρέπεια. Κουλουριάστηκα
δίπλα στον γιο της, όμως, ακόμη και στο κρεβάτι έπρεπε να είναι μαζί
μας; Η ΧΟΥΝΤΑ η ίδια και το τανκ… στο κρεβάτι μου. Δεν υπήρχε συζυγικό
άσυλο, είχε καταρριφθεί.
 
Τιμωρήθηκε με 2 μήνες αποκλεισμό από την αγωνιστική περίοδο. Ο Κώστας
την επισκεπτόταν ΜΟΝΟΣ. Η καλύτερή της, φυσικά! Έστελνε μόνο τα
χαιρετίσματά της (με τρείς μούντζες κάθε φορά) και ταπεράκια με ΜΙΑ
μερίδα just for her prince, τον πασάκα της. Εγώ ήμουν αόρατη για
εκείνη.
 
Διάβασα βιβλία ψυχολογίας, αναζήτησα πληροφορίες στο internet «Πώς να
προσεγγίσετε την πεθερά σας», ζήτησα την συμβουλή από φίλες
μου…Τζίφος. Μόνο ένα πράγμα την μαλάκωσε, όταν πήρε στην αγκαλιά της
τον εγγονό της.
 
Η πεθερά μου αναγεννήθηκε, ξανασυστηθήκαμε. Έφτασε το πλήρωμα του
χρόνου και τότε την κατάλαβα. Τώρα είχε έρθει στον κόσμο ο βασιλιάς
μου. Είχα ερωτευτεί κι εγώ, όπως κι εκείνη. Είχα τον δικό μου άνδρα
και καμία δεν θα έμπαινε ανάμεσά μας… ΤΟΝ ΓΙΟΚΑ ΜΟΥ!
 
Η ιστορία συνεχίζεται…. (το 2029 που θα κάνει guest η δική μου νύφη – βαφ!)
 
 
(Από το Σύλλογο Πεθερόπληκτων Ελλάδος)