Η παράνομη διακίνηση ανθρώπων αντιμετωπίζεται (από πλευράς ασφαλείας) ως μια ειδική μορφή λαθρομετανάστευσης, οργανωμένου εγκλήματος ή πορνείας. Δημιουργεί μια δυναμική προστάτη – προστατευόμενου και οριοθετεί σύνορα μεταξύ κατηγοριών του πληθυσμού. Αυτός που απειλείται ή βρίσκεται σε κίνδυνο έναντι αυτού που μπορεί να είναι ή είναι επικίνδυνος. Τα θύματα παράνομης διακίνησης, που στην πλειοψηφία τους αποτελούνται από γυναίκες, έχουν ελάχιστες πιθανότητες να διασωθούν από την εκμετάλλευση και τις φρικτές σωματικές κακουχίες.

Ωστόσο, παρά τη συνεχή προσπάθεια διαφοροποίησης και επανένταξής τους, τα όρια παραμένουν ασαφή. Η εικόνα των γυναικών που διακινούνται παράνομα ως θύματα που πρέπει να διασωθούν υπονομεύεται συνεχώς από το γεγονός ότι η παράνομη διακίνηση ανθρώπων παραμένει, σε τελική ανάλυση, μια μορφή μετανάστευσης, πορνείας και οργανωμένου εγκλήματος. Τα θύματα της παράνομης διακίνησης εξακολουθούν να υφίστανται αυτού του είδους την πολιτική και δεν μπορούν ποτέ να ξεφύγουν εντελώς από την κατηγορία των λαθρομεταναστών ως διαφορετικά υποκείμενα.

Οι γυναίκες που διακινούνται και εκπορνεύονται παράνομα επιστρέφουν, τελικά, εκουσίως στον τόπο τους, αφού πρώτα έχουν καταθέσει εναντίον των διακινητών τους και έχουν περάσει λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένες περιόδους αποκατάστασης. Αντί για απέλαση οδηγούνται στην εκούσια επιστροφή. Αντί για λαθρομετανάστες γίνονται θύματα. Στην έμφαση που υποτίθεται πως δίνεται στα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων παράνομης διακίνησης, αυτό που μοιάζει να αλλάζει είναι μάλλον η μορφή του εγκλεισμού ή ο τρόπος πολιτογράφησής τους. Η λογική του χώρου στον οποίο κατοικούν τις θέλει παρείσακτες.

Δεν χρειάζεται λοιπόν να ωραιοποιούμε τη σεξουαλική εργασία για να αποκτήσουν αναγνώριση των δικαιωμάτων και των ικανοτήτων τους ή οποιαδήποτε άλλη γνώμη κυκλοφορεί για γυναίκες με τέτοια τύχη. Οι περισσότερες δουλειές δεν ωραιοποιούνται και δεν απαιτείται από τους εργαζόμενους να διακηρύξουν ότι αγαπούν τη δουλειά τους για να αναγνωριστούν ως εργαζόμενοι. Από όποιο σημείο του πλανήτη και να είναι, από όποιο κοινωνικό στρώμα και να προέρχονται, δεν παύουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα και την ίδια υπόσταση με όλους.