Ρεπορτάζ – Επιμέλεια: Αντώνης Ζήβας

Οι χώρες που στηρίζουν την Ουκρανία βρίσκονται σε κατάσταση έντονης ανησυχίας, καθώς η απειλή της Κυβέρνησης Τραμπ να τερματίσει την παροχή αμερικανικών στρατιωτικών πληροφοριών προς το Κίεβο έχει προκαλέσει σοβαρούς προβληματισμούς για τη συνέχεια της δυτικής βοήθειας.
Η Δύση βασίζεται διαχρονικά στις προηγμένες δυνατότητες παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων των ΗΠΑ, γεγονός που ωθεί Ευρωπαίους συμμάχους και το ΝΑΤΟ να εξετάζουν εναλλακτικές λύσεις: από εμπορικά διαστημικά συστήματα έως νέες τεχνολογικές πρωτοβουλίες και συνεργασίες με ιδιωτικές εταιρείες που μπορούν να καλύψουν πιεστικές επιχειρησιακές ανάγκες.

Παρότι Καναδάς και άλλοι εταίροι εμφανίζονται πρόθυμοι να συνδράμουν, αναγνωρίζουν ότι η αμερικανική πρόσβαση σε πληροφορίες υψηλής διαβάθμισης, δεν μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί. Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ετοιμάζονται για κρίσιμες συζητήσεις γύρω από το ειρηνευτικό σχέδιο Τραμπ, ενώ η Ουκρανία καλείται να λάβει αποφάσεις που πιθανότατα θα επηρεάσουν την πορεία του πολέμου.

«Οι δυνατότητες των ΗΠΑ είναι μοναδικές και δεν υπάρχει πραγματικά ισοδύναμό τους, ακόμα και εντός ΝΑΤΟ», δήλωσε στο POLITICO ο James Appathurai, προσωρινός επικεφαλής του Προγράμματος αμυντικής καινοτομίας DIANA της Συμμαχίας. Παρ’ όλα αυτά, σημείωσε πως πλέον διατίθενται εμπορικές επιλογές που δεν υπήρχαν πριν από λίγα χρόνια.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη δορυφορική απεικόνιση, εξηγώντας ότι μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τις ουκρανικές δυνάμεις στο πεδίο, καθώς οι εικόνες σε πραγματικό χρόνο αποτελούν κρίσιμο εργαλείο τόσο για την πρόβλεψη ρωσικών επιθέσεων, όσο και για τον σχεδιασμό ουκρανικών χτυπημάτων.

Ο ίδιος μίλησε στο περιθώριο του Halifax International Security Forum στη Νέα Σκωτία, μία από τις σημαντικότερες διεθνείς συναντήσεις για θέματα άμυνας. Ανέφερε μάλιστα ως παράδειγμα την ICEYE, τη φινλανδική εταιρεία που ξεκίνησε με αποστολές παρακολούθησης πάγων και σήμερα παρέχει υπηρεσίες επιτήρησης και αναγνώρισης. Η εταιρεία έχει ήδη διαθέσει δορυφόρους σε ευρωπαϊκούς στρατούς και προσφέρει δεδομένα και στο Κίεβο.

Ωστόσο, η προσαρμογή τέτοιων τεχνολογιών στο επίπεδο που απαιτεί ο πόλεμος μπορεί να αποδειχθεί χρονοβόρα και δαπανηρή, την ώρα που οι ουκρανικές ανάγκες είναι άμεσες. Σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο Αποστολών της ICEYE, Joost Elstak, η εταιρεία διαθέτει πέντε έως δέκα επιχειρησιακούς δορυφόρους, και σχεδιάζει την εκτόξευση μέχρι και δεκαπέντε, μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Όπως είπε στο DefenseNews, το ενδιαφέρον για τις υπηρεσίες τους αυξήθηκε κατακόρυφα μετά την απόφαση του Προέδρου Τραμπ να «παγώσει» την ανταλλαγή διαστημικών πληροφοριών με την Ουκρανία, ενώ οι απειλές του Έλον Μασκ να διακόψει την πρόσβαση στο Starlink επιτάχυναν την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων.

Από την πλευρά της ΕΕ, ο Επίτροπος Άμυνας και Διαστήματος Andrius Kubilius τόνισε ότι η Ευρώπη διαθέτει ήδη προηγμένα διαστημικά προγράμματα, όπως το Galileo και το Copernicus, αν και παραμένει πίσω σε άλλους τομείς, κατονομάζοντας το Starlink. Η ευρωπαϊκή απάντηση, το IRIS², αναμένεται να λειτουργήσει το 2030. Μέχρι τότε, η Ένωση προσπαθεί να συντονίσει τους εθνικούς δορυφορικούς πόρους των κρατών-μελών, με τον Kubilius να εκφράζει βεβαιότητα πως η Ευρώπη θα συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία. «Αν η Ουκρανία επιλέξει να συνεχίσει τον αγώνα, θα τη στηρίξουμε», είπε χαρακτηριστικά.

Ο Καναδάς, από την πλευρά του, θεωρεί πως μπορεί να καλύψει ορισμένα κενά. Ο βουλευτής των Συντηρητικών James Bezan υπενθύμισε ότι η Οτάβα είχε μοιραστεί στο παρελθόν εικόνες RADARSAT-2 με το Κίεβο, οι οποίες «τους επέτρεψαν να παρακολουθούν την κατάσταση στα σύνορα». Σημείωσε όμως ότι πολλές αμερικανικές πληροφορίες –ειδικά εκείνες που συγκεντρώνονται στο πεδίο– δεν είναι διαθέσιμες στους Καναδούς ή σε όλους τους συμμάχους των Five Eyes. Η απώλεια αυτής της υποστήριξης, είπε, θα ήταν σοβαρό πλήγμα.

Από την πλευρά της, η αρχηγός των καναδικών Ενόπλων Δυνάμεων Jennie Carignan παραδέχθηκε ότι χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ, θα προκύψουν «διάφορα κενά», ιδιαίτερα ως προς τις δυνατότητες μακράς ακτίνας για πλήγματα εντός ρωσικού εδάφους. Εκτίμησε πάντως ότι υπάρχουν τεχνολογίες –όπως τα drones– που θα μπορούσαν να καλύψουν μέρος αυτών των απωλειών, εφόσον υπάρξει προσαρμογή.

Αξίζει να σημειωθεί πως κανένας υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος δεν συμμετείχε στο φόρουμ του Χάλιφαξ, γεγονός που ενίσχυσε τις υποθέσεις, για το αν η απειλή Τραμπ είναι οριστική ή μέρος κάποιας διαπραγμάτευσης.

Το Σάββατο, η ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία εξασφάλισαν θέσεις στις επικείμενες συνομιλίες για το ειρηνευτικό Σχέδιο Τραμπ, που αναμένεται να διεξαχθούν στη Γενεύη.

Ο Γερουσιαστής Mike Rounds, ένας από τους ελάχιστους Ρεπουμπλικανούς που συμμετείχαν στο Συνέδριο, εξέφρασε την ελπίδα ότι η απειλή διακοπής της υποστήριξης αποτελεί διαπραγματευτική κίνηση: «Αν υπάρξει ανταπόκριση, ελπίζω να αντιληφθεί πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα για να κλείσει με μια απλή δήλωση».

Με πληροφορίες από: POLITICO