Σε πλήρη εξέλιξη είναι οι προετοιμασίες για τη συνάντηση του Ντόναλντ Τράμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, στο Άνκορατζ της Αλάσκας.
Η Ουάσινγκτον ήταν αυτή που επιβεβαίωσε την πραγματοποίηση της Συνόδου Κορυφής, με την εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, να ανακοινώνει ότι «ο Αμερικανός Πρόεδρος θα ταξιδέψει στην Αλάσκα για να συναντήσει τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν, την Παρασκευή 15 Αυγούστου».
Η επίσκεψη, η οποία φέρνει στο προσκήνιο την πολιτική σκακιέρα των ΗΠΑ και της Ρωσίας, είναι γεμάτη συμβολισμούς και καθοριστικές ερωτήσεις για τις προθέσεις των δύο χωρών στη γεωπολιτική σκηνή.
Η επικείμενη συνάντηση των δύο κορυφαίων ηγετών, δεν προκαλεί μόνο διεθνές ενδιαφέρον, αλλά και μεγάλη ανησυχία για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η διπλωματική πρωτοβουλία.
Προβληματισμός σε διεθνές επίπεδο για το αποτέλεσμα της κρίσιμης συνάντησης
Η συνάντηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των συνεχών προσπαθειών του Αμερικανού Προέδρου να «κλείσει» τις πληγές του παγκόσμιου πολέμου και να βρει μια διπλωματική λύση για τη σύγκρουση στην Ουκρανία.
Η Καρολάιν Λέβιτ, κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων, ανέφερε πως ο Πρόεδρος Τραμπ επιδιώκει να προχωρήσει σε μια πιο εντατική συζήτηση με τον Πούτιν, προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τις αμοιβαίες θέσεις τους και να αναζητήσουν τρόπους για τον τερματισμό της σύγκρουσης, που έχει φέρει τον πόλεμο στην Ουκρανία σε επικίνδυνο σημείο.
«Ο Πρόεδρος Τραμπ είναι αποφασισμένος να σταματήσει τη βία και να προωθήσει την ειρήνη», είπε η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, τονίζοντας την «ανεπιφύλακτη προτίμηση» του Αμερικανού Προέδρου για την αποτροπή περαιτέρω πολέμων.
Ωστόσο, η μη πρόσκληση του Ουκρανού Προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στην εν λόγω συνάντηση, φέρνει και αντιπαραθέσεις.
Η Λέβιτ απέδωσε την απουσία του στην επιθυμία του Ρώσου Προέδρου να θέσει το θέμα της συνάντησης ως προσωπικό αίτημα προς τον Τραμπ, με τη συνάντηση να έχει καθοριστεί εξαιτίας της ρωσικής πλευράς.
Όπως είπε, «ο Πούτιν ζήτησε να γίνει αυτή η συνάντηση μέσω του ειδικού απεσταλμένου του, Στιβ Γουίτκοφ», και ο Τραμπ συμφώνησε να συναντηθεί μαζί του για να συζητήσουν, πώς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ειρηνική λύση στον πόλεμο.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ επαναλαμβάνει πως είναι αφοσιωμένος στην αποφυγή του πολέμου, η απουσία του Ζελένσκι, που βρίσκεται στην καρδιά της σύγκρουσης, εγείρει ερωτήματα για την ακεραιότητα της διαδικασίας ειρηνικής επίλυσης.
Εν τω μεταξύ, στην προετοιμασία αυτής της διπλωματικής κίνησης εντάσσεται και η τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, και του Ρώσου Υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ.
Οι δύο Υπουργοί, όπως ανακοινώθηκε από το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, συζήτησαν τις λεπτομέρειες για τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, επιβεβαιώνοντας τη θέληση και των δύο πλευρών να επιτύχουν αποδοτικές και εποικοδομητικές συνομιλίες.
Παράλληλα, η αναμενόμενη τηλεδιάσκεψη του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και τους Ευρωπαίους ηγέτες την Τετάρτη 13 Αυγούστου, έχει σκοπό να ενισχύσει τη θέση της Ουκρανίας στην παγκόσμια σκηνή, και να διασφαλίσει ότι οι Δυτικές χώρες παραμένουν προσηλωμένες στην υποστήριξή τους προς το Κίεβο.
Η συμμετοχή του Αμερικανού αντιπροέδρου, Τζέι Ντι Βανς, στην τηλεδιάσκεψη υπογραμμίζει τη στρατηγική συνεργασία των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους συμμάχους για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ουκρανία, σε αντίθεση με την ρωσική πλευρά που φαίνεται να επιχειρεί μια διπλωματική «απομόνωση» της χώρας την κρίσιμη αυτή περίοδο.
Η κοινή παρουσία του Ζελένσκι με τους Ευρωπαίους ηγέτες, εκτός των ΗΠΑ, στις επόμενες συνομιλίες θα αναδείξει και τον σημαντικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων συμμάχων της Ουκρανίας, στην επίτευξη μιας ευρύτερης συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου.
Αλλά, οι απορίες παραμένουν: Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η προσπάθεια Τραμπ και Πούτιν για τον τερματισμό αυτού του καταστρεπτικού πολέμου, όταν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία φαίνεται να παίζουν σε διαφορετικά στρατηγικά πεδία;
Ο χρόνος θα δείξει αν αυτή η συνάντηση μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας πιο ουσιαστικής διπλωματικής διαδικασίας για την ειρήνη ή αν θα μείνει απλώς μια ακόμα διπλωματική «στάση» σε έναν ατέρμονο κύκλο επιθέσεων και αναταραχής.
Οι Ευρωπαίοι ζητούν συνάντηση με τον Τραμπ
Μάλιστα, σύμφωνα με αποκαλυπτικό δημοσίευμα του Bloomberg, οι ευρωπαϊκές χώρες επιδιώκουν να συνομιλήσουν με τον Τραμπ, πριν από την προγραμματισμένη συνάντηση με τον Πούτιν στην Αλάσκα.
Συγκεκριμένα, όπως ανέφεραν στο δίκτυο ανώνυμες πηγές, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να μιλήσουν μαζί του πριν την Παρασκευή.
Οι πρέσβεις της ΕΕ ενημερώθηκαν για τις συνομιλίες, την Κυριακή, και οι Υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ αναμένεται να συνεδριάσουν σήμερα μέσω τηλεδιάσκεψης.
Στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων συζητήσεων μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων αξιωματούχων, ο Πούτιν απαιτεί από την Ουκρανία να παραχωρήσει ολόκληρη την ανατολική περιοχή Ντονμπάς στη Ρωσία, καθώς και την Κριμαία, ως προϋπόθεση για να ανοίξει ο δρόμος για μια εκεχειρία και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για μια διαρκή διευθέτηση, σύμφωνα με το Bloomberg.
Κάτι τέτοιο πιθανότατα θα σήμαινε ότι το Κίεβο θα πρέπει να παραδώσει τμήματα των περιοχών Λουχάνσκ και Ντόνετσκ που εξακολουθούν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Ουκρανίας και να δώσει στη Ρωσία μια νίκη που ο στρατός της δεν μπόρεσε να επιτύχει στρατιωτικά από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022.
Εάν η διαδικασία προχωρήσει, το εδαφικό θέμα «θα πρέπει να είναι στο τραπέζι», μαζί με εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία, όπως δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε την Κυριακή στο ABC.
Υπογράμμισε ότι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ουκρανία θα αναγνωρίσει ότι έχει χάσει τον έλεγχο μέρους του εδάφους της, χωρίς να παραχωρήσει επίσημα την κυριαρχία της επί αυτών των περιοχών. Ευρωπαϊκές πιέσεις για κυρώσεις στη Ρωσία.
Η Ουκρανία και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της πιέζουν για εκεχειρία, ενώ προκρίνουν επίσης τη συνέχιση της άσκησης οικονομικής πίεσης στη Μόσχα μέσω κυρώσεων.
Άλλωστε ο Τραμπ, από την πλευρά του, είχε απειλήσει με κυρώσεις τη Ρωσία, έχοντας προβεί σε τελεσίγραφο το οποίο έληξε την περασμένη Παρασκευή. Παρ’ όλα αυτά, έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να λάβει πραγματικά, άμεσα μέτρα κατά του Κρεμλίνου, πέρα από την εφαρμογή πρόσθετων δασμών στην Ινδία για την αγορά ρωσικού πετρελαίου.
Ο Ζελένσκι δήλωσε το Σαββατοκύριακο ότι το Κίεβο δεν θα παραχωρήσει — και συνταγματικά δεν μπορεί να παραχωρήσει — έδαφος, καθώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την κυριαρχία της Ουκρανίας. «Παραμένουμε προσηλωμένοι στην αρχή ότι τα διεθνή σύνορα δεν πρέπει να αλλάζουν με τη βία», δήλωσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες το Σάββατο σε κοινή δήλωση.
«Η τρέχουσα γραμμή επαφής πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης των διαπραγματεύσεων», ανέφεραν.
Η δήλωση υποστηρίχθηκε από τον Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Κιρ Στάρμερ, την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τους ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Πολωνίας και της Φινλανδίας.
Ένας αξιωματούχος της ΕΕ δήλωσε ότι οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί στενά στις συνεχιζόμενες διπλωματικές προσπάθειες και έχουν δείξει ενδιαφέρον να ευθυγραμμιστούν με την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας που συζητούν αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ρωσίας, η Μόσχα θα σταματήσει την επίθεσή της στις περιοχές Χερσόν και Ζαπορίζια της Ουκρανίας κατά μήκος των τρεχουσών γραμμών μάχης.
Δεν είναι σαφές εάν η Μόσχα είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει οποιοδήποτε έδαφος που κατέχει επί του παρόντος, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού σταθμού Ζαπορίζια, του μεγαλύτερου στην Ευρώπη.
Ο Πούτιν έχει επανειλημμένα επιμείνει ότι οι πολεμικοί του στόχοι παραμένουν αμετάβλητοι
Αυτοί περιλαμβάνουν απαιτήσεις προς το Κίεβο να αποδεχτεί ουδέτερο καθεστώς και να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες του για ένταξη στο ΝΑΤΟ, καθώς και να αποδεχτεί την απώλεια της Κριμαίας και των άλλων τεσσάρων ανατολικών και νότιων περιοχών της Ουκρανίας υπέρ της Ρωσίας.
Τμήματα του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ βρίσκονται υπό ρωσική κατοχή από το 2014, όταν το Κρεμλίνο υποκίνησε βίαιες ενέργειες των αυτονομιστών λίγο μετά την επιχείρηση κατάληψης της Κριμαίας.
Ο Πούτιν κήρυξε τις τέσσερις ουκρανικές περιοχές ως μέρος της Ρωσίας, αφού ανακοίνωσε την προσάρτησή τους τον Σεπτέμβριο του 2022, παρόλο που οι δυνάμεις του δεν έχουν ποτέ ελέγξει πλήρως τα εδάφη αυτά.
Ιστορική και Στρατηγική σημασία της Αλάσκας
Η Αλάσκα, αν και από το 1867 ανήκει στις ΗΠΑ, έχει ισχυρούς ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με τη Ρωσία, δεδομένου ότι υπήρξε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας μέχρι την αγορά της από τους Αμερικανούς. Η γεωγραφική της εγγύτητα με τη Ρωσία – μόλις 88 χιλιόμετρα χωρίζουν τις δύο χώρες – καθιστά την περιοχή στρατηγικής σημασίας.
Η σύγχρονη γεωπολιτική αξία της Αλάσκας συνδέεται με την αυξανόμενη σημασία της Αρκτικής και τη μεταβολή του Βόρειου Θαλάσσιου Δρόμου, που επηρεάζει τη ναυτιλία και τις ενεργειακές στρατηγικές σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Στρατηγική Πορεία Τραμπ και Πούτιν
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα δηλώσει την επιθυμία του για βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία και έχει εκφράσει τη θέση του ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί μέσω ενός πιο ρεαλιστικού και λιγότερο επιθετικού χειρισμού από τη Δύση.
Στην προεκλογική του εκστρατεία, δήλωσε ότι «θα μπορούσαμε να είχαμε αποτρέψει αυτόν τον πόλεμο αν χειριζόμασταν τα πράγματα διαφορετικά».
Η προσέγγισή του για την επίλυση της σύγκρουσης φάνηκε πιο επικεντρωμένη σε μια διπλωματική λύση που θα περιλάμβανε περισσότερη «ευελιξία» στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και την επιστροφή σε έναν πιο συνεργατικό διάλογο με τη Μόσχα.
Βλαντιμίρ Πούτιν: Επέκταση της Ρωσικής Επιρροής
Από την πλευρά του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει τη Δύση για την «ανυποχώρητη στάση» της απέναντι στη Ρωσία και έχει χαρακτηρίσει τις κυρώσεις «παράνομες» και «αντιπαραγωγικές».
Παρά την επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Πούτιν συνεχίζει να διατείνεται ότι η Ρωσία πρέπει να διατηρήσει και να ενισχύσει την επιρροή της στην περιοχή, ιδιαίτερα στην πρώην σοβιετική περιοχή.
Δηλώσεις Διεθνών Ηγετών και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης
Ο Ουκρανός Πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αντέδρασε έντονα στη δυνατότητα για έναν μελλοντικό «ευνοϊκό» διάλογο με τη Ρωσία υπό την ηγεσία του Τραμπ.
Σε μια συνέντευξη τον Ιούλιο του 2025, δήλωσε: «Η Ρωσία δεν αξίζει να έχει οποιαδήποτε συμφωνία ή αποδοχή από τη διεθνή κοινότητα όσο συνεχίζει την επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας. Ελπίζουμε να διατηρήσουμε τις κυρώσεις που επέβαλαν οι σύμμαχοί μας και να συνεχίσουμε να απομονώνουμε τη Ρωσία. Η Αλάσκα μπορεί να γίνει ένας τόπος συνάντησης, αλλά ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι η ειρήνη πρέπει να γίνει μόνο με τη Ρωσία να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ουκρανία».
Διεθνή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης
Οι διεθνείς αναλύσεις, όπως εκείνες του BBC και της Le Monde, προσφέρουν μια σαφή εικόνα των ανησυχιών που εκφράζουν οι δυτικοί σύμμαχοι σχετικά με τη συνάντηση στην Αλάσκα.
Η BBC αναφέρει ότι «οι ΗΠΑ υπό την ηγεσία Τραμπ ενδέχεται να επανεξετάσουν τη στρατηγική τους απέναντι στη Ρωσία, κάτι που μπορεί να αναστατώσει την ισχυρή θέση του ΝΑΤΟ και να προκαλέσει αναταράξεις στην ευρωπαϊκή ασφάλεια».
Από την άλλη, η Le Monde αναφέρει ότι «η συνάντηση θα μπορούσε να φέρει μία ενδεχόμενη συμφωνία για το τέλος του πολέμου, αλλά υπάρχει ανησυχία ότι οι όροι της Ρωσίας δεν θα είναι αποδεκτοί από την Ουκρανία και τη Δύση».
Στρατηγική Σημασία για την Αρκτική και την Ενεργειακή Ασφάλεια
Η συνάντηση στην Αλάσκα δεν αφορά μόνο τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και την επικείμενη αναδιάρθρωση των ενεργειακών και στρατηγικών ισχυρών παικτών στην Αρκτική.
Η περιοχή, πλούσια σε φυσικούς πόρους, όπως πετρέλαιο και φυσικό αέριο, είναι κρίσιμη για τη μελλοντική στρατηγική των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Οι αυξανόμενες διαδρομές μέσω του Βόρειου Θαλάσσιου Δρόμου καθιστούν την Αλάσκα και τη Ρωσία ανταγωνιστές και συνεργάτες στην Αρκτική, με τις ΗΠΑ να επιθυμούν να εξασφαλίσουν τη στρατηγική τους υπεροχή στην περιοχή.
Η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα αποτελεί ένα κρίσιμο γεωπολιτικό γεγονός που αγγίζει καίρια ζητήματα παγκόσμιας ασφάλειας, ενεργειακής πολιτικής και διπλωματίας.
Παρά την ιστορική σημασία της περιοχής και τις γεωπολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονται στην Αρκτική, η εξέλιξη της συνάντησης θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική βούληση και από τις αντιφάσεις, που παραμένουν ανάμεσα στους δύο ηγέτες και στους διεθνείς συμμάχους τους.
