Πέντε ώρες κράτησε η κατάθεση της Αγγελικής Ηλιάδη στην ΓΑΔΑ. Παρόλα αυτά, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που δίνονται στα ΜΜΕ για το περιεχόμενό της.

Η Ηλιάδη, που φιλοξενείται προσωρινά στο σπίτι της γιαγιάς της, Καίτης Γκρέυ, συνοδευόταν από το δικηγόρο της και την αδελφή του εκλιπόντος, Σοφία Λαζαρίδη. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι φαίνονται να είναι και οι πιο «κοντινοί» της αυτό το διάστημα.

«Άκουσα διαδοχικούς ξερούς κρότους και ασυναίσθητα έπεσα στο έδαφος. Έβλεπα μικρές φλογίτσες μέσα στο σκοτάδι και κάποια στιγμή αισθάνθηκα κάψιμο στο πόδι. Δεν κατάλαβα ότι είχαν χτυπήσει τον Μπάμπη. Όταν τέλειωσαν οι πυροβολισμοί, είδα να φεύγουν δύο σιλουέτες μέσα στο σκοτάδι και άκουσα θόρυβο μηχανής», δήλωσε η Αγγελική.

Όταν οι αστυνομικοί την «πίεσαν» να τους πει ποιον θεωρεί ως «νούμερο ένα» ύποπτο για τη δολοφονία, εκείνη, αν και στην αρχή επέμενε ότι ο σύντροφός της δεν της μιλούσε για θέματα της δουλειάς του, για να την προστατεύσει, στο τέλος ξέσπασε και μίλησε εκτεταμένα για ένα πολύ συγκεκριμένο πρόσωπο.

«Είναι το μοναδικό πρόσωπο που μπορώ να σκεφτώ ότι ήθελε, και μάλιστα με κάθε τρόπο, το κακό μας. Μας είχε απειλήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Και εμένα, αλλά κυρίως τον Μπάμπη. Σε κάποιες περιπτώσεις, δεν δίστασε να πει πως θα μας σκοτώσει. Ο Μπάμπης δεν του έδινε καμία σημασία. Τον απαξίωνε και έλεγε: “σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει”».

Πάντως, αυτό που φρόντιζε να τονίζει συνεχώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της μαραθώνιας κατάθεσής της, ήταν το πόσο καλός άνθρωπος, σύντροφος και πατέρας ήταν ο εκλιπών. Ακόμα και εκείνη την ώρα που αντιλήφθηκε ότι θα τον εκτελούσαν «διάλεξε τη σιωπή» και αυτό, μόνο και μόνο, για να προστατεύσει την ίδια.

«Δεν φώναξε προς το μέρος μου, δεν μου ζήτησε να τρέξω, να ξεφύγω… Δεν μου είπε ούτε μία λέξη, για να μην καταλάβουν ότι ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο. Για να μη σκοτώσουν και μένα. Ακόμα και τη στιγμή που έβλεπε το θάνατο να ζυγώνει, η πρώτη σκέψη που πέρασε από μπροστά του ήταν να βρει τρόπο να με προστατέψει, όπως φρόντιζε να κάνει πάντα, όσο καιρό ήμασταν μαζί».