Οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μπορούσαν να δώσουν σημαντική ώθηση στις αναπτυξιακές προσπάθειες των χωρών της κρίσης. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη ερευνητικής ομάδας του ινστιτούτου Mercator Research Institute on Global Commons and Climate Change (MCC).
Χώρες, όπως η Ελλάδα, θα μπορούσαν να αυξήσουν το ΑΕΠ τους κατά 0,5 έως 1%, εφόσον αξιοποιηθούν στον απαιτούμενο βαθμό οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, εκτιμούν οι ερευνητές του.
Η ερευνητική ομάδα του MCC ξεκινά με την υπόθεση ότι οι πλούσιες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, θα πραγματοποιούν ετησίως στοχευμένες επενδύσεις της τάξεως των τριών δισεκατομμυρίων ευρώ στις χώρες της κρίσης. Οι τελευταίες με τη σειρά τους θα πρέπει να απλοποιήσουν τις διαδικασίες χορήγησης αδειών και να διασφαλίσουν την εξειδίκευση του προσωπικού που θα δραστηριοποιηθεί στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Έμφαση στα φωτοβολταϊκά
Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την απεξάρτηση των χωρών αυτών από τον λιγνίτη και θα τις οδηγούσε σε μια ενεργειακή πολιτική φιλικότερη προς το περιβάλλον.
Προκειμένου να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι απαιτείται η εναρμόνιση της ενεργειακής πολιτικής των χωρών της ΕΕ, αναφέρουν οι ερευνητές, προτείνοντας συγκεκριμένα ενιαίο τιμολόγιο τροφοδότησης για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει θίξει επανειλημμένως η Κομισιόν δια στόματος του αρμοδίου επιτρόπου Γκίντερ Έτινγκερ, ο οποίος τάσσεται υπέρ ενός εναρμονισμένου συστήματος ενισχύσεων στο πεδίο αυτό. Ενδεχόμενη υιοθέτηση του σχεδίου εναρμόνισης από τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα ευνοούσε τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, καθώς εκεί οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες για την εγκατάσταση και αξιοποίηση φωτοβολταϊκών συστημάτων και ανεμογεννητριών.
Η ΕΕ χρειάζεται ενεργειακή αυτάρκεια
Σύμφωνα με τον Χανς-Γιόζεφ Φελ, πρώην βουλευτή των γερμανών Πρασίνων ειδικό σε θέματα ενέργειας, η Ευρώπη καλύπτει το 60% των ενεργειακών αναγκών της με εισαγωγές από άλλες χώρες -κυρίως από τη Ρωσία.
Όπως επισημαίνει ο πρώην βουλευτής και πρόεδρος του διεθνούς δικτύου ενεργειακών ερευνών Energy Watch Group, «αυτή η άκρως υψηλή εξάρτηση έχει ως αποτέλεσμα η Ευρώπη να μην μπορεί να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία που να πλήττουν καίρια τον ενεργειακό τομέα. Επειδή όμως η Ρωσία αντλεί το 80% των εσόδων της από την πώληση ενέργειας, πρόκειται για τον μοναδικό τομέα, όπου ενδεχόμενη επιβολή κυρώσεων θα μπορούσε πραγματικά να επιφέρει κάτι».
«Ωριμη η τεχνολογία των ΑΠΕ»
«Η μοναδική δυνατότητα της Ευρώπης είναι μεσοπρόθεσμη. Με μία ταχύτατη και ισχυρή στρατηγική, με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και ενεργειακή επάρκεια υπάρχει η δυνατότητα απεξάρτησης. Έτσι διασφαλίζεται πολιτική και ενεργειακή ανεξαρτησία, μεγαλύτερη ελευθερία χωρίς φόβο και η οικονομία μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί».
Ο γερμανός ειδικός θεωρεί ότι η τεχνολογία των ΑΠΕ είναι «ώριμη» και θα μπορούσε σε ένα διάστημα 10 ετών να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης κατά 60%-70%. Ο κ. Φελ επισημαίνει ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση για τη διεύρυνση των ΑΠΕ και διευκρινίζει ότι η Κομισιόν εξακολουθεί να στηρίζει την κατά πολύ ακριβότερη πυρηνική ενέργεια.
Όπως επισημαίνει, «η ευκαιρία για αλλαγή βρίσκεται στην κοινωνία. Στη Γερμανία, την Αυστρία και στις σκανδιναβικές χώρες πολλές επιχειρήσεις και άνθρωποι επενδύουν σε ΑΠΕ. Και μόνο ο φόβος ότι η Gazprom μπορεί να κλείσει τη στρόφιγγα το χειμώνα κινητοποιεί πολλούς ανθρώπους. Δεν θέλουν να ζουν με αυτούς τους φόβους, θέλουν να είναι ανεξάρτητοι και γι’ αυτό επενδύουν μόνοι τους».
Ο Χανς-Γιόζεφ Φελ υποστηρίζει ότι απαραίτητος παράγοντας για την ταχεία μετάβαση σε ΑΠΕ είναι η πολιτική στήριξη. Όπως σχολιάζει, το όφελος που θα προκύψει θα είναι διπλό: τόσο η προστασία του περιβάλλοντος όσο και η σταδιακή απεξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας.
Πηγή: Deutsche Welle
Σύνταξη: Κ. Μπετινάκης
