Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι υπάρχουν εντοπισμένες διαφορές στην ενεργοποίηση των εγκεφαλικών περιοχών που είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία και την ανάκληση αναμνήσεων, καθώς και για τον βαθμό προσήλωσης στην απόκριση σε σεξουαλικά ερεθίσματα, μεταξύ των γυναικών που έχουν φυσιολογική σεξουαλική λειτουργία και αυτών που εμφανίζουν ξεκάθαρα συμπτώματα κάποιας δυσλειτουργίας. Στη μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό, συμμετείχαν συνολικά 16 γυναίκες, οι 6 εκ των οποίων είχαν φυσιολογική σεξουαλική λειτουργία και οι 10 εμφάνιζαν εικόνα σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Σήμερα εκτιμάται ότι μέχρι και το 20% των γυναικών μπορεί να έχει έναν συγκεκριμένο τύπο σεξουαλικής δυσλειτουργίας που ονομάζεται διαταραχή της υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας και για τον οποίο δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποια ενδεδειγμένη θεραπεία. Οι ερευνητές ευελπιστούν ότι μια καλύτερη κατανόηση των φυσιολογικών διαφορών που φέρουν οι γυναίκες αυτές θα παρέχει νέους θεραπευτικούς στόχους καθώς και μεθόδους αντικειμενικής εκτίμησης των θεραπειών.
Ειδικότερα, υποστηρίζουν πως, εάν υπάρχουν συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις στη ροή του αίματος στον εγκέφαλο των ατόμων με υποτονική σεξουαλική επιθυμία, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μέσο εκτίμησης της δυσλειτουργίας που θα βοηθήσει στην υιοθέτηση της κατάλληλης θεραπευτικής αντιμετώπισης, είτε πρόκειται για συμβουλευτική είτε για φαρμακοθεραπεία. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να διευκρινιστεί εάν υπάρχουν οι διαφοροποιήσεις στη ροή του αίματος στις εμπλεκόμενες εγκεφαλικές περιοχές.
Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι ενδεχομένως ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει ενδεδειγμένη θεραπεία για τη σεξουαλική δυσλειτουργία στις γυναίκες, ενώ στην περίπτωση των ανδρών υπάρχει πληθώρα εναλλακτικών, είναι η έλλειψη ενός αντικειμενικού τρόπου αξιολόγησης της δυσλειτουργίας.
Ο συγγραφέας της μελέτης δήλωσε πως χρόνια πριν ένιωθε πολύ απογοητευμένος από την ανικανότητά του να βοηθήσει τις γυναίκες αυτές και αναφέρει ότι στην πραγματικότητα οι γυναίκες δεν συζητούν το πρόβλημα αυτό με τους ιατρούς τους ακριβώς επειδή έχει πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα, χωρίς ξεκάθαρες λύσεις. Όταν, λοιπόν, αυτός και οι συνάδελφοί του ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο ξεκίνησαν να αναζητούν αντικειμενικούς τρόπους μέτρησης της σεξουαλικής απόκρισης των γυναικών.
Η τελευταία τους μελέτη συνδέει την υποτονική σεξουαλική επιθυμία με ένα συγκεκριμένο μοτίβο της αιμάτωσης του εγκεφάλου, το οποίο χαρακτηρίζεται από σημαντική ενεργοποίηση στις περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού που είναι υπεύθυνες για την προσοχή και τη μνήμη που σχετίζεται με τη συναισθηματική και την ψυχική κατάσταση. Παρατήρησαν, μάλιστα, ότι η μεγαλύτερη επικέντρωση της προσοχής στην απόκριση σε σεξουαλικά ερεθίσματα εμπλέκεται στη σεξουαλική δυσλειτουργία.
Παράλληλα, βρέθηκε ενεργοποίηση της οπίσθιας έλικας του προσαγωγίου, μιας περιοχής που εμπλέκεται σε ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών και συναισθηματικών καταστάσεων, όπως είναι η ομοιόσταση, ο πόνος, η κατάθλιψη και η απάθεια. Μια ακόμα πολύ σημαντική περιοχή είναι η αμυγδαλή, η οποία έχει κεντρικό ρόλο στην επεξεργασία του συναισθήματος, της μάθησης και της μνήμης.
Οι γυναίκες με φυσιολογική σεξουαλική λειτουργία εμφάνισαν σημαντικά μεγαλύτερη ενεργοποίηση σε περιοχές όπως είναι το δεξιό τμήμα του θαλάμου που επεξεργάζεται αισθητικά και κινητικά ερεθίσματα που παίζουν ρόλο στη σεξουαλική διέγερση. Παράλληλα, βρέθηκε μεγαλύτερη ενεργοποίηση στην παραϊπποκάμπεια έλικα, η οποία εμπλέκεται στη δημιουργία και την ανάκληση των αναμνήσεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι η περιοχή αυτή ήταν ιδιαίτερα ενεργοποιημένη στις γυναίκες που μπήκαν σε εμμηνόπαυση εξαιτίας χειρουργείου και οι οποίες λάμβαναν ορμονική θεραπεία.
Ο συγγραφέας σημειώνει ότι η επίσημη διάγνωση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας προϋποθέτει τη δυσφορία του ατόμου αναφορικά με την επίμονη απουσία ενδιαφέροντος για τη σεξουαλική πράξη. Η μέση ηλικία των γυναικών που είχαν σεξουαλική δυσλειτουργία ήταν τα 37 έτη, ενώ στην ομάδα ελέγχου ήταν τα 29 έτη.
Το επόμενο βήμα των ερευνητών είναι η επανάληψη της διαδικασίας σε έναν μεγαλύτερο αριθμό γυναικών, καθώς και η χρησιμοποίηση των μοτίβων της ροής του αίματος στον εγκέφαλο, έτσι ώστε να αξιολογηθούν αντικειμενικά οι διαθέσιμες θεραπείες.
Πηγή: sciencedaily
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ. Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

