2 στους 3 που συγκατοικούν παντρεύονται μέσα σε 5 χρόνια
Του Μπράιαν Αλεξάντερ
Η Μέρι Αν Λόουπς δεν είχε καμία πρόθεση να προκαλέσει την κοινή γνώμη συγκατοικώντας με τον φίλο της, τον Τζο. Ήθελε μόνο να γλυτώσει χρήματα.
Το ζευγάρι, το οποίο γιόρτασε την 6η επέτειό του, συγκατοίκησε, γιατί ήταν πιο οικονομικό και γιατί εκείνη ζούσε με τους γονείς της μετά από το διαζύγιο με τον πρώτο της άνδρα. «Για δοκίμασε, εσύ να πεις του πατέρα μου, του αιδεσιμότατου Δόκτορα Γιανγκ, πως δε θα γυρίσω σπίτι απόψε» είπε, γελώντας για τον καιρό που έβγαινε με τον Τζο.
Αλλά, ενώ η Λόουπς, τώρα 40 ετών, καταλάβαινε την πιθανή δυσαρέσκεια του προτεστάντη ιερέα πατέρα της με τις διανυκτερεύσεις εκτός σπιτιού, εκείνος δεν έφερε αντιρρήσεις στη συγκατοίκησή της με τον Τζο και με χαρά πάντρεψε το ζευγάρι δύο χρόνια αργότερα.
Σύμφωνα με νέα έρευνα, οι περισσότεροι Αμερικανοί έχουν κάνει το ίδιο με τη Λόουπς. Συγκατοίκησαν πριν από τον γάμο και τα πιο πολλά ζευγάρια, το 51%, που συγκατοικούν καταλήγουν να παντρεύονται μέσα σε τρία χρόνια, όπως η Λόουπς. Περίπου τα 2/3 αυτών που συγκατοικούν παντρεύονται μέσα σε 5 χρόνια.
Πόρισμα λέει πως ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι συγκατοικούν χωρίς να είναι παντρεμένοι. Και, δείχνει επίσης πως κι ο γάμος από μόνος του πάει πολύ καλά. Αντίθετα από παλιές αντιλήψεις, η έρευνα δείχνει επίσης πως δεν υπάρχει πια σημαντική διαφορά στα διαζύγια όσων ζούσαν μαζί προ γάμου απ’ αυτούς που δε ζούσαν μαζί πριν.
Το πόρισμα, που βασίζεται σε δεδομένα που συνελέγησαν το 2002, λέει πως «από το 1987 έως το 2002, τα ποσοστά των γυναικών μεταξύ 35 και 39 που συγκατοίκησαν διπλασιάστηκαν, από 30 σε 61%. Η συγκατοίκηση είναι ο πρώτος δεσμός που ολοένα αυξάνεται μεταξύ νέων ενηλίκων.
Εφόσον τα δεδομένα συνελέγησαν το 2002, οι δημογράφοι λένε «Πιστεύουμε πως το ποσοστό θα είναι μεγαλύτερο σήμερα. Τώρα, το 2010, το ποσοστό θα είναι 70%, σύμφωνα με τους νέους ενηλίκους που μιλάμε».
Η Βικτώρια Μέιρ, 29 ετών, ζούσε με τον σύζυγό της, Θίοντορ, πριν από τον γάμο «για να χειριζόμαστε τα οικονομικά μαζί και να μη ξοδεύουμε σε δύο διαμερίσματα, αλλά και γιατί πίστευα πως έπρεπε να γνωρίσω τον άνθρωπο με τον οποίο θα δεσμευόμουν για μια ζωή».
Αυτές οι ιστορίες αποδεικνύουν πως «οι Αμερικανοί ακόμα αγαπούν τον γάμο. Ακόμα πιστεύουν πως ο γάμος είναι το ιδανικό, για να ζει κανείς την προσωπική του ζωή, αλλά είναι επιφυλακτικοί μέχρι να τακτοποιήσουν τις ζωές τους».
Ακριβώς, λέει η Τζάκι Γκέρχαρντ, 25 ετών, που γιόρτασε την πρώτη της επέτειο χθες. Ζούσε με τον σύζυγό της πριν παντρευτούν, εξηγεί «επειδή δε μπορούσα να φανταστώ πως θα παντρευτώ κάποιον και να δεσμευθώ για μια ζωή, χωρίς να ζήσουμε μαζί πρώτα. Δεν βρίσκω κάτι αρνητικό σ’ αυτό».
Πολλοί βρίσκουν, όμως. Μια συντηρητική ομάδα σε δήλωσή της με τίτλο «Ο γάμος και το κοινό καλό: Δέκα αρχές» βρίσκει «Τέσσερις απειλές του γάμου», μια εκ των οποίων είναι η συγκατοίκηση και πως αυτή «δεν είναι καλή εναλλακτική για τον γάμο αλλά απειλή, και σίγουρα δεν αποτελεί ιδανικό περιβάλλον για την ανατροφή παιδιών».
Σπίτι με δύο γονείς
Παντρεμένοι ή όχι, δύο γονείς που μένουν μαζί επηρεάζουν την απόφαση των κοριτσιών να παντρευτούν ή όχι, σύμφωνα με την έρευνα.
Τα δεδομένα δείχνουν πως, γενικά, γυναίκες που δεν ζουν και με τους δύο γονείς στα 14 (το όριο ηλικίας στις δημογραφικές έρευνες), «το πιθανότερο ήταν να μην παντρευτούν (36% αντί 48%) και πιθανότερο ήταν να συγκατοικήσουν (14% αντί 8%), σε σχέση με αυτές που μεγάλωσαν και με τους δύο γονείς. Γυναίκες που έζησαν και με τους δύο γονείς στα 14 το πιθανότερο ήταν να παντρευτούν απ’ αυτές που δεν έζησαν και με τους δύο».
Πολλοί άλλοι παράγοντες, υποστηρίζουν οι ειδικοί, πέρα από το αν οι γονείς ενός παιδιού μείνουν μαζί, το επηρεάζουν στο αν θα παντρευτεί ή θα μείνει παντρεμένο αργότερα.
«Θέλουμε να υπογραμμίσουμε πως η μόρφωση, το χρήμα, το εισόδημα, οι διαφορές που σχετίζονται με την ηλικία που παντρεύτηκε κανείς είναι παράγοντες που πρέπει να υπολογίσουμε. Αν εστιάσουμε μόνο στο αν οι γονείς κάποιου ήταν μαζί ή όχι όταν ήταν 14, δεν φτάνει».
Είναι, επίσης, πιθανό πως κάποια παιδιά που έχουν περάσει διαζύγιο είναι πιο εξοικειωμένα με αυτό, όταν τα ίδια αντιμετωπίζουν έναν δυστυχισμένο γάμο. Ίσως, έχουν δει ένα «πετυχημένο» διαζύγιο μεταξύ των γονέων τους και συνειδητοποιούν πως δεν είναι το τέλος του κόσμου και να είναι πρόθυμα να χωρίσουν και τα ίδια.
Το κυριότερο, όμως είναι, πως τα δεδομένα δείχνουν πως αυτοί που ζουν μαζί έχουν τις ίδιες πιθανότητες να μείνουν παντρεμένοι με αυτούς που δεν ζουν μαζί αρχικά.
«Το κενό των διαζυγίων μεταξύ αυτών που ζουν μαζί κι αυτών που δεν ζουν μαζί κλείνει. Η συγκατοίκηση έχει γίνει μέρος του γάμου, τέτοιο, ώστε το επιχείρημα, ότι η συγκατοίκηση είναι επίφοβη για τον γάμο, έχει ξεπεραστεί».
Μέρος του προβλήματος που οι Αμερικανοί έχουν με τέτοιες συζητήσεις είναι ο ορισμός, εξηγούν οι ειδικοί. Όταν αναφέρουμε το διαζύγιο σαν αποτυχημένο γάμο ή μια σχέση συγκατοίκησης σαν «αποτυχία» σε περίπτωση χωρισμού, δημιουργούμε ενδεχόμενες παραπλανητικές αντιλήψεις.
«Πριν γνωρίσω τον τωρινό μου σύζυγο, είχα ένα αρραβωνιαστικό με τον οποίο συζούσα» θυμάται η Μέιρ. «Έμαθα πολλά γι’ αυτόν, μένοντας μαζί του.» Το ζευγάρι χώρισε, αλλά θεωρεί τη σχέση επιτυχημένη, εφόσον το νόημα του να συζήσουν ήταν, για να αποφευχθούν «δυσάρεστες εκπλήξεις», αφότου θα ήταν παντρεμένοι.
Ομοίως, γάμοι με συγκρούσεις έχουν επανειλημμένως αποδειχθεί επιβλαβείς για τα παιδιά. Επομένως, αν ενώ μεγαλώνουμε σε ένα ευτυχισμένο σπίτι με δύο γονείς είναι το καλύτερο, ένα διαζύγιο μπορεί να είναι επιτυχία επίσης, εάν σώσει ένα παιδί από συνεχείς αναταραχές.
«Πιστεύω πως μιλάμε γι’ αυτό με λάθος τρόπο» λέει μια κοινωνιολόγος. «Είμαστε πολύ γρήγοροι στο να δείξουμε την ηθική αποτυχία», ενώ τα πραγματικά προβλήματα είναι τα οικονομικά, η μόρφωση και η τάξη.
