Η ΑΕΚ αντιμετωπίζει την Πέμπτη την Άντερλεχτ στο Βέλγιο και ο Έιντουρ Γκούντγιονσεν με συνέντευξή του στη «nieuwsblad.be» θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, όταν κοιμόταν με τη φανέλα της Άντερλεχτ, στην οποία αγωνιζόταν ο πατέρας του.
«Η επιστροφή στις Βρυξέλλες με την Τσέλσι ήταν πολύ ιδιαίτερη για μένα. Στην εξέδρα το όνομα Γκούντγιονσεν δεν είχε ξεχαστεί. Ελπίζω να αφήσω καλές εντυπώσεις και με τη φανέλα της ΑΕΚ» είπε ο Ισλανδός επιθετικός και συνέχισε:
«Σε κάθε εντός έδρας παιχνίδι, καθόμουν στην εξέδρα, για να παρακολουθήσω τον πατέρα μου. Επτά χρόνια. Για μένα ο πατέρας μου ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο και η Άντερλεχτ η καλύτερη ομάδα στον κόσμο. Κοιμόμουν με τη φανέλα της Άντερλεχτ. Τα άλλα μου είδωλα ήταν οι Βάντερμπεργκ, Φερκότερεν, Μούναρον, Σκίφο… Μπορώ να σας πω είκοσι ονόματα. Οι καλύτερες στιγμές ήταν όταν ο πατέρας μου πετύχαινε το νικητήριο γκολ, όπως κόντρα στην Μπριζ το 2-0, ή απέναντι στην Μπαρτσελόνα ή με τη Μέχελεν. Όσο για το αν είμαι καλύτερος ποδοσφαιριστής από τον πατέρα μου; Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό (γέλια). Όχι, είμαστε δύο εντελώς διαφορετικοί τύποι επιθετικών».
Συνεχίζοντας, ο Γκούντγιονσεν αναφέρθηκε στο ξεκίνημά του στην Αϊντχόφεν και στην Μπαρτσελόνα: «Η Αϊντχόφεν ήταν όντως ένα πολύ καλό ξεκίνημα για την καριέρα μου. Έπαιξα εκεί με τον Ρονάλντο, αλλά δεν είχα επαφές μαζί του. Στην Τσέλσι ήταν ο Μουρίνιο και ο Φρανκ Λάμπαρντ, με τους οποίους μιλάω ακόμη. Είναι τώρα συμπαίκτης του Λουκάκου.
Αν ο Λουκάκου ηρεμήσει, έκανε καλή επιλογή. Στην Μπαρτσελόνα, ακόμη έχω σπίτι δίπλα στον Μέσι και τον Τσάβι. Οι δύο μου γιοι πήγαν στην ποδοσφαιρική σχολή της Μπαρτσελόνα, αλλά τώρα είναι μαζί μου στην Αθήνα. Είναι κρίμα που έχω χαθεί με τους φίλους μου στις Βρυξέλλες, καθώς είχα μια ευλογημένη παιδική ηλικία».
Κλείνοντας, αναφέρθηκε στην αγωνιστική απραξία της ΑΕΚ: «Εξαιτίας κάποιων αναβληθέντων αγώνων, έχουμε χάσει στην ΑΕΚ τον αγωνιστικό ρυθμό. Είναι επίσης αλήθεια πως υπάρχουν καθυστερήσεις στις πληρωμές, αλλά οι συμπαίκτες μου τα έχουν ξαναπεράσει. Στην έδρα της, φαβορί είναι η Άντερλεχτ».
Επιμέλεια: Ανδρέας Αθανασούλης
