Η Ελλάδα είναι ένα μοναδικό φαινόμενο. Για όλες τις άλλες χώρες, για όλους τους άλλους λαούς οι κλάδοι της Επιστήμης έχουν καταλήξει, έχω την εντύπωση οριστικά, για το πώς και από πού προέρχονται, πώς μορφοποιήθηκαν, ποια είναι τα γνωρίσματα τους, πώς λειτουργούν, γιατί βρίσκονται εκεί που βρίσκονται σήμερα. Αλλά για την Ελλάδα το ζήτημα ακόμα φαίνεται να συζητιέται, να αναλύεται, να προβληματίζει.

Για εμάς που θεωρούμε εαυτούς Έλληνες, ομιλούν ειδικοί επιστήμονες, ξένοι και ημέτεροι, που διαπρέπουν, κυρίως, στο εξωτερικό, διότι μέσα σε τούτη τη χώρα – όπου το εκπαιδευτικό σύστημα και η παιδεία φαίνεται να έχουν χάσει οριστικά την αίγλη που είχαν στο μακρινό παρελθόν, δίχως νεώτερο σαφή προσανατολισμό – οι περισσότεροι επιστήμονες (πολιτικοί, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, οικονομολόγοι, διεθνολόγοι) έχουν εμπλακεί τόσο βαθιά στην κομματική ‘τερατοκρατία’ ώστε η άποψή τους για τα πράγματα έχει καταλήξει ως επί το πολύ να συσκοτίζει τον ‘κοινό νου’ παρά να τον διαφωτίζει ή τουλάχιστον να τον βοηθά στη σύνθεση ορθών κρίσεων κατά το δυνατόν τηρώντας αποστάσεις από τον επιπρόσθετο συσκοτισμό της καταιγιστικής επικοινωνιακής προχειρολογίας και υπερβολής ή και της συνειδητής χειραγώγησης που συστηματικά επιχειρείται από κάποιους δημοσιογράφους και επικοινωνιολόγους για τους γνωστούς λόγους εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων. Θα πείτε, Μα μονάχα εδώ συμβαίνει αυτό; Όχι. Συμβαίνει παντού στον κόσμο, αλλά δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο μια χώρα για την οποία ιστορικά πάντα ενδιαφέρονταν, και μάλιστα ταυτοχρόνως, τόσες πολλές ξένες δυνάμεις να μην έχει κατορθώσει ποτέ της να συμφωνήσει, ποιος προσανατολισμός τη συνέφερε περισσότερο και αυτόν να ακολουθήσει πιστά, δίχως περιστροφές και πισωγυρίσματα λόγω πολιτικού κόστους για τους κυβερνώντες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ίσως γι αυτό ο λαός να μιλάει για τόσους «προδότες» που τον κυβέρνησαν με τη δική του ψήφο μεν, αλλά με εκλογικούς νόμους που παραχάρασσαν αυτήν την ψήφο. Πώς αλλιώς, όμως, θα κυβερνηθεί μια δημοκρατία; Η ακυβερνησία είναι σοβαρό πρόβλημα, όμως, εξίσου καταστροφική είναι και η εναλλαγή κακών κυβερνήσεων που οι συνεχείς εκλογές δεν έδωσαν διέξοδο ούτε λύση. Η αδυναμία να συμφωνήσουμε, ακόμα και σήμερα, ενώ βαδίζουμε κυριολεκτικά εντός φάσματος πλήρους εξάλειψης από τον χάρτη ως αυτόνομης και κυρίαρχης επικράτειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι παροιμιώδης. Αρκεί να διαβάσει κάποιος προσεκτικά και να συλλογιστεί τα επιχειρήματα που διατυπώνονται από «έγκριτους», όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται, επιστήμονες συμπλέοντες με «έγκυρους», όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται, δημοσιολόγους και επιρρίπτουν ευθύνες παντού αλλού πλην εκεί όπου πραγματικά ανήκουν: στην εκτροφή του τοπικισμού για ψηφοθηρικούς λόγους. Και οι εκλογές να φαντάζουν πάλι ως διέξοδος.

Η προστασία του τοπικισμού, σε όλες του τις εκφάνσεις, αποτέλεσε διαχρονικά το αδηφάγο θηρίο που καταβρόχθιζε ανέκαθεν και συνεχίζει να καταβροχθίζει και να παγώνει κάθε σπίθα εξέλιξης που χρειάζεται η Ελλάδα για να επιβιώσει. Το αποτέλεσμα είναι αυτό. Η Ελλάδα να μην επιβιώνει εντός της οικείας επικράτειας, την οποία νέμονται κάποιοι ‘έγκριτοι και έγκυροι’ γυρολόγοι, επειδή ο κοινός νους των λεγόμενων ‘απλών ανθρώπων’ αυτής της χώρας, δεν διανοείται ή δεν έχει την ικανότητα να διανοηθεί, να τους απονομιμοποιήσει και να τους ακυρώσει οριστικά ως εξαιρετικά επιζήμιους και επικίνδυνους παράγοντες για την κοινωνία. Διότι αυτή η χειμαζόμενη κοινωνία αποτελεί καθαρό δημιούργημα εκείνων που, βαδίζοντας αντιστρόφως προς τις εξελίξεις, επιδιώκουν να διατηρήσουν τα προνόμια και την ισχύ τους πάνω της. Ρίξτε μια ματιά στον μακρύ κατάλογο πρώην υπουργών και πρωθυπουργών και φίλα προσκείμενους στον έναν ή τον άλλον που αρθρογραφούν σχετικά με το τι θα πρέπει να γίνει και, ίσως, καταλάβετε γιατί δεν γίνεται ποτέ τίποτα. Η γνώμη τους πανταχού παρούσα, κυριαρχεί ως δήθεν νέα και αδιάφθορη ματιά στα γεγονότα που, παρά τις «θυσίες του λαού» για τις οποίες άπαντες επαίρονται, εξακολουθούν να μας ταλανίζουν, να μας καταθλίβουν, να μας απελπίζουν. «Τις πταίει» τελικά; Ουδείς εξ’ αυτών, ουδείς εξ’ ημών; Ας πούμε ότι φταίει η τύχη.

Ξεχωρίζει, όμως, αυτή η χώρα ως μοναδικό μοντέλο της ευρωπαϊκής ιστορία, αλλά και της ανθρωπότητας, γι αυτό χρήζει επιστημονικής προσέγγισης και προσοχής. Είναι η γλώσσα της, οι κατά καιρούς πληθυσμοί της, η γεωγραφία της, οι θρησκείες της, τα επιτεύγματα των πνευμάτων της που μετουσιώθηκαν σε φιλόσοφους και πλησίασαν όσο κανείς την αλήθεια; Είναι όλα αυτά, ναι, κι επιπροσθέτως το γεγονός ότι ένα κάποιο λεγόμενο «ελληνικό δαιμόνιο» την έχει καταδικάσει να ασχολούνται άπαντες μαζί της, καθώς η ίδια αναζητά μέχρι και σήμερα μια ταυτότητα την οποία, όμως, συνεχώς διαφοροποιεί και δεν εννοεί να καταλήξει, τι ακριβώς θέλει και τι μπορεί πράγματι να είναι ανάμεσα στους άλλους ώστε επιτέλους να πάψουν κάποτε οι άλλοι να αποφασίζουν γι αυτήν. Επομένως, διόλου ανεξήγητη η σημασία που πάντοτε απέδιδαν οι Έλληνες στον ‘ξένο παράγοντα’ από την πρώτη στιγμή των αγώνων για ανεξαρτησία που, ενώ κερδήθηκε, υπήρξε πάντοτε ιδιαιτέρως επισφαλής.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι ειδικοί επιστήμονες και μελετητές της μιλούν για μια χώρα όπου οι αντιθέσεις του παρελθόντος και του παρόντος της, δηλαδή η αρχαία, μεσαιωνική, νεώτερη και σύγχρονη πορεία του ελληνισμού, την ακολουθούν και τη διχάζουν βαθιά και αδιάλειπτα. Κάτι σχεδόν ιερό και ασύλληπτο που μπορεί να είναι η πηγή της διαφορετικότητας και δημιουργικότητάς της διαχρονικά είναι, ταυτοχρόνως, και η αιτία της αυτοκαταστροφής της. Το αρχαιοελληνικό μεγαλείο της, η προσαρμοστικότητα στις εκάστοτε αυτοκρατορίες, η επαναστατικότητά της εναντίον τους και η ορμή αναζήτησης ευκαιριών σε ξένες επικράτειες προτού καν αξιοποιηθούν επαρκώς τα οικεία κεκτημένα στις κατά καιρούς δικές της επικράτειες, συνιστούν το εκρηκτικό μίγμα του ιδιόρρυθμου τυχοδιωκτισμού της για τον οποίο άλλοτε επαινέθηκε και ωφελήθηκε κι άλλοτε καταρρακώθηκε και πλήρωσε ακριβό τίμημα.

Παραδείγματα υπάρχουν άπειρα στην Ιστορία. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος εξιστορώντας τα γεγονότα του φθινοπώρου 481π.Χ. ενόψει περσικής επίθεσης όταν η Αθήνα και η Σπάρτη συγκάλεσαν συνέδριο ελληνικών πόλεων για την αντιμετώπιση του κοινού κινδύνου, επισημαίνει: «Την κρίσιμη στιγμή δεν έδειξαν όλοι οι Έλληνες τη σύμπνοια που απαιτούνταν. Επικράτησε ο τοπικισμός και εμποδίστηκε η συγκρότηση ενιαίου μετώπου από το έθνος.» Μέχρι σήμερα αυτό ισχύει είτε πρόκειται για αλλοδαπούς εχθρούς και συμμάχους είτε για ημεδαπούς. Η ασυνεννοησία και η αντιπαραγωγική αντιπαλότητα αρχηγών κομμάτων ή στελεχών εντός οικείων κομμάτων για την τύχη του τόπου, καθώς όλοι υποθετικά κόπτονται γι αυτόν, ουδόλως διαφοροποιείται από την αποτυχία της χρήσης των δανείων της Ανεξαρτησίας (1824 και 1825) από την Αγγλία. «Το μέγα μέρος έληστεύθη εις τον εξωτερικόν∙ το δε μικρόν τμήμα, το οποίον επιτέλους περιήλθεν εις την Ελλάδα, εχρησίμευσεν περισσότερον εις τον έμφύλιον αγώνα παρά εις τον αγώνα της ανεξαρτησίας» γράφει στην Πολιτική Ιστορίας της Νεωτέρας Ελλάδος ο Σπ. Ε. Μαρκεζίνης. Μας θυμίζει κάτι;

Ο τοπικισμός, με την εξάπλωση της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έδωσε αναγκαστικά τη θέση του στην ιδέα της οικουμένης και στην κυρίως Ελλάδα όταν διεθνοποιήθηκαν οι εμπορικές συναλλαγές όπως και οι αντιλήψεις της ζωής σε όλα τα επίπεδα∙ ως και η ελληνική γλώσσα απέκτησε νέα μορφή, την κοινή ελληνιστική. Ο αιφνίδιος θάνατός του έδωσε αφορμή στους Έλληνες να διχαστούν σε κείνους που ήθελαν να αποτινάξουν τον «μακεδονικό ζυγό», όπως οι Αθηναίοι, και σε κείνους που απείχαν από αυτόν τον αγώνα, όπως οι Σπαρτιάτες.
Οι μακροχρόνιες και συνεχείς συγκρούσεις με τους Μακεδόνες βασιλιάδες, ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους σε συνδυασμό με την έλλειψη ισχυρής κεντρικής εξουσίας, επέφερε την πολιτική κατάρρευση του ελληνισμού και την υποταγή του τελικά στους Ρωμαίους.

Παρότι ο ελληνισμός υπερίσχυσε πολιτιστικά και επέδρασε καταλυτικά σε ό, τι σήμερα ονομάζεται δυτικός πολιτισμός, ο έντονος τοπικισμός των Ελλήνων δεν τους επέτρεψε να αποκτήσουν έθνος αυτόνομο και ελεύθερο σε ενιαία κρατική οντότητα, ικανή να αντιταχθεί σε ισχυρούς εισβολείς και κατακτητές. Ο θεσμός των πόλεων-κρατών περιήλθε σε πολιτική παρακμή και κατάντησε στείρος τοπικισμός, δίχως ισχυρά ερείσματα άμυνας και ασφάλειας ή αξιόλογης προκοπής για τους ντόπιους κατοίκους. Κάτι σαν τους σημερινούς μεγάλους, μεσαίους και μικρούς αυτοδιοικούμενους Δήμους των οποίων η αυτοδιοίκηση και η δημοκρατία είναι λέξεις κενές νοήματος αφού η κεντρική εξουσία με τη γραφειοκρατία και τις κομματικές ισορροπίες κρατά την τύχη τους στα χέρια της.

Η δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έδυσε, η ανατολική ανέτειλε κι εκεί στην Ανατολή ο ελληνισμός επιβίωσε και γνώρισε επιτυχίες εμπορικές και οικονομικές ενώ η γλώσσα του υπήρξε σεβαστή και κυρίαρχη για αιώνες σε ολόκληρη τη βυζαντινή επικράτεια αλλά και μετά, με τους Οθωμανούς, δεν έχασε την αίγλη της και την πρωτοκαθεδρία της ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας.

Όταν αργότερα οι Έλληνες απέκτησαν τη δική τους εστία στα εδάφη που της παραχωρήθηκαν σταδιακά ώστε να υπάρξει η ανεξάρτητη Ελλάδα που είχε ως πρότυπο, καθώς μας λένε οι ιστορικοί, τη Δυτική Ευρώπη, η Ιστορία που διδάσκονταν οι νεοέλληνες έγινε μια αέναη και περίπλοκη περιπέτεια πολιτικού ανταγωνισμού που γραφόταν σύμφωνα με τις σκοπιμότητες των ισχυρών παραγόντων κάθε περιόδου, που άλλοτε έκλεινε το μάτι στη Ρωσία άλλοτε στην Αγγλία άλλοτε στη Γερμανία και ούτω καθεξής. Οι Έλληνες βαρέθηκαν και μίσησαν την Ιστορία τους.

Λες και αυτό να ήταν τελικά το ζητούμενο άρα και το αποτέλεσμα; Να πορεύονται οι Έλληνες ανιστόρητοι, μιλώντας μια γλώσσα που σταδιακά έχασε τα πνεύματα, τους τόνους και την ψυχή της. Διότι είναι γνωστό ότι όποιος δεν μιλάει σωστά τη γλώσσα του, δεν σκέφτεται σωστά στη γλώσσα του κι ούτε μπορεί να μάθει να μιλάει σωστά μια ξένη γλώσσα. CU later, λοιπόν, πατριώτη, στο ραντεβού στα τυφλά με την Ιστορία σου που γράφεται για σένα, χωρίς εσένα, ενώ πάντα ήσουν εσύ ο τραγικός της πρωταγωνιστής. Και να σας πω κάτι; Σήμερα, δεν θέλω να δώσω μια νότα αισιοδοξίας και να πω ότι θα αναγεννηθούμε από στάχτες. Εντάξει;

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης