Από το Υπουργείο Οικονομίας της δεκαετίας του 1980, στα έδρανα της ευρωπαϊκής Βουλής και πρόεδρος μιας σειράς διεθνών επιτροπών, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης διορίστηκε πρόσφατα ως αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής και εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μία θέση ιδιαίτερα νευραλγική και κρίσιμη για το μέλλον της χώρας την περίοδο που διανύεται, ενώ η σκέψη, ότι ο ίδιος θεωρεί ότι «η εφαρμογή των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ στις αναπτυσσόμενες χώρες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίση του εξωτερικού χρέους οδήγησε, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε όξυνση ανισοτήτων, ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών, ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών και κοινωνική αναταραχή», σίγουρα δεν είναι διόλου ανακουφιστική για τον ήδη υπερ-αγχωμένο (και υπερ-χρεωμένο) Έλληνα πολίτη.

Από την άλλη, το γεγονός, ότι ο ίδιος είναι καλός γνώστης τόσο των μηχανισμών όσο και των τρωτών σημείων των πολιτικών του ΔΝΤ, μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε ότι οι χειρισμοί του θα είναι οι κατάλληλοι, ώστε τουλάχιστον να… αποφύγουμε τις κακοτοπιές που συνοδεύουν τον Οργανισμό στα 50 και πλέον έτη λειτουργίας του. Για όσο τουλάχιστον περνάει από το χέρι του. Τι πιστεύει, όμως, ο οικονομολόγος για τον θεσμό στον οποίο εκπροσωπεί τη χώρα μας;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το πρόσφατο διάστημα, μέχρι τις αρχές του 2010, οπότε και ανέλαβε το νέο του πόστο, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης δίδασκε σε μεταπτυχιακά προγράμματα του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Θαυμαστής ο ίδιος του οικονομολόγου, πρώην υψηλόβαθμου στελέχους της Παγκόσμιας Τράπεζας και Νομπελίστα, Τζόζεφ Στίγκλιτζ, παρέδιδε στους φοιτητές που κατέκλυζαν τα έδρανα το βιβλίο του «Η Μεγάλη Αυταπάτη», που αποτελεί την πιο αξιόπιστη και εμπεριστατωμένη ανάλυση και κριτική από κάποιον ο οποίος έχει ζήσει τα πράγματα επί σειρά ετών μέσα από τα κέντρα των αποφάσεων. Ο συγγραφέας, στο βιβλίο του που συζητήθηκε παγκοσμίως, αναδεικνύει τις τεράστιες αποτυχίες του ΔΝΤ από την απαρχή της ίδρυσής του, τόσο στο να εκπληρώσει την αρχική του αποστολή όσο και στο να ανακουφίσει πραγματικά τις ταραγμένες οικονομίες των χωρών από τις οποίες «προσκλήθηκε».

«Κόλαφος» για το ΔΝΤ οι μαρτυρίες πρώην στελέχους του

Αξίζει να δούμε ορισμένα αποσπάσματα από τα βασικά συμπεράσματα που αναφέρει ο Στίγκλιτζ στο βιβλίο του, δεδομένου ότι οι καταστάσεις που περιγράφονται παρακάτω ίσως και να «χτυπούν» πλέον και τη δική μας πόρτα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μισό αιώνα μετά την ίδρυσή του, είναι φανερό πως το ΔΝΤ απέτυχε στην αποστολή του. Το ΔΝΤ, αντί να προωθεί το φιλελευθερισμό του εμπορίου, θα ήταν καλύτερα να επικεντρωθεί στην επίτευξη της παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας. Το χειρότερο είναι, ότι πολλές από τις πολιτικές που προώθησε το ΔΝΤ συνέβαλαν στην παγκόσμια αστάθεια.

Στην πλειονότητά τους οι πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ προκάλεσαν πείνα και ταραχές σε πολλές χώρες όπου εφαρμόστηκαν. Και όταν ακόμα τα αποτελέσματα κατάφεραν να επιτύχουν βραχύβια οικονομική μεγέθυνση, συχνά τα οφέλη ήταν δυσανάλογα περισσότερα για τους πιο εύπορους, ενώ εκείνοι που βρίσκονταν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αντιμετώπιζαν ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια.

Το ΔΝΤ διέπραξε σφάλματα σε όλους τους τομείς όπου ενεπλάκη. Σε πολλές χώρες τα σφάλματα ως προς τη διαδοχική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και το ρυθμό οδήγησαν σε άνοδο της ανεργίας και αύξηση της φτώχειας. Η δυστυχία και ο πόνος έγιναν μέρη της διαδικασίας απολύτρωσης, ενδείξεις ότι η χώρα βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Δίχως άλλο ο πόνος είναι έως έναν βαθμό απαραίτητος. Η ένταση του πόνου που γνώρισαν οι αναπτυσσόμενες χώρες με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και της ανάπτυξης, έτσι όπως αυτές καθοδηγήθηκαν από το ΔΝΤ, ήταν πολύ μεγαλύτερη από ότι χρειαζόταν.


Οι αποφάσεις στο ΔΝΤ λαμβάνονταν με βάση ένα μάλλον περίεργο μείγμα ιδεολογίας και κακών οικονομικών, ένα δόγμα που μερικές φορές έμοιαζε μόλις να συγκαλύπτει κάποια ιδιαίτερα συμφέροντα. Οι πολιτικές των διεθνών οικονομικών οργανισμών συχνότατα ευθυγραμμίζονται με τα εμπορικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα εκείνων που βρίσκονται στις προηγμένες βιομηχανικά χώρες. Τις περισσότερες φορές, ο τρόπος που το ΔΝΤ προσεγγίζει τις αναπτυσσόμενες χώρες έδινε την αίσθηση ενός αποικιοκράτη κυβερνήτη.

Και μόνο η ιδέα (του ΔΝΤ) ότι θα μπορούσε κάποιος να ξεχωρίσει την οικονομία από την πολιτική, ή μια ευρύτερη αντίληψη για την κοινωνία, φανέρωνε στενότητα προοπτικών. Εάν οι πολιτικές που επιβάλλουν οι δανειστές οδηγούν σε διαδηλώσεις τότε οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώνονται, καθώς τα κεφάλαια εξέρχονται από τη χώρα και οι εταιρείες φοβούνται ότι ίσως χρειαστεί να επενδύσουν περισσότερα από τα χρήματά τους. Τέτοιες πολιτικές δεν αποτελούν συνταγή ούτε για επιτυχημένη ανάπτυξη ούτε για οικονομική σταθερότητα. Μερικές φορές, το πρόγραμμα του ΔΝΤ άφηνε τη χώρα το ίδιο φτωχή, αλλά με περισσότερα χρέη και μια ακόμα πιο πλούσια ελίτ να την κυβερνά.

Αν είχαν ακολουθήσει τις συμβουλές του ΔΝΤ, οι ΗΠΑ δεν θα είχαν γνωρίσει την έκρηξη που σημειώθηκε στην αμερικάνικη οικονομία κατά τη δεκαετία του 1990 –έκρηξη που επέφερε μια άνευ προηγουμένου ευημερία και επέτρεψε στη χώρα να αντιστρέψει το τεράστιο δημοσιονομικό της έλλειμμα και να το μετατρέψει σε σημαντικό πλεόνασμα. Η χαμηλότερη ανεργία είχε επίσης βαθύτατες κοινωνικές συνέπειες –ζητήματα τα οποία ελάχιστα έλκουν την προσοχή του ΔΝΤ οπουδήποτε στον κόσμο.


Το ΔΝΤ σε πολλές χώρες έκανε χειρότερα τα πράγματα επειδή τα προγράμματα λιτότητας που εφάρμοζε συχνά συνεπάγονταν τόσο υψηλά επιτόκια ώστε η δημιουργία θέσεων εργασίας και επιχειρήσεων θα ήταν αδύνατη ακόμα και σε ένα καλό οικονομικό περιβάλλον όπως αυτό των ΗΠΑ. Το γεγονός ότι το ΔΝΤ εστιάζει στους χρηματοπιστωτικούς δείκτες και όχι στη μέτρηση των πραγματικών μισθών, της ανεργίας, του ΑΕΠ ή ευρύτερων δεικτών ευημερία, λέει πολλά από μόνο του.

Εάν οι στρατηγικές του ΔΝΤ δεν είχαν απλώς καταφέρει να επιτύχουν πλήρως όλες τις δυνατότητες της ανάπτυξης, αυτό θα ήταν από μόνο του αρκετά κακό. Αλλά οι αποτυχίες σε πολλά μέρη ανέστρεψαν το πρόγραμμα της ανάπτυξης διαβρώνοντας, χωρίς κάτι τέτοιο να είναι αναγκαίο, τον ίδιο τον κοινωνικό ιστό. Στους υπολογισμούς της μακροοικονομικής πολιτικής του ΔΝΤ, οι οποίοι έχουν το χρώμα του χρήματος, συχνά δεν υπάρχει χώρος για τέτοιες ανησυχίες.

Όσο σκληρά πολέμησαν οι εργαζόμενοι για αξιοπρεπείς δουλειές, το ίδιο σκληρά πολέμησε και το ΔΝΤ για αυτό που κατ’ ευφημισμό αποκαλεί «ευελιξία της αγοράς εργασίας», το οποίο ακούγεται κάπως καλύτερο από «βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας», αλλά, όπως εφαρμόστηκε, δεν ήταν παρά μια κωδική ονομασία για χαμηλότερους μισθούς και μικρότερη προστασία της εργασίας.
Οι χαμηλότεροι μισθοί (που επέβαλλε το ΔΝΤ) ίσως να οδηγούσαν κάποιες εταιρείες στην πρόσληψη κάποιων επιπλέον υπαλλήλων. Όμως ο αριθμός των νεοπροσληφθέντων εργαζομένων μπορεί να είναι σχετικά μικρός, ενώ η εξαθλίωση που προκαλούν οι χαμηλότεροι μισθοί σε όλους τους άλλους εργαζομένους μπορεί να είναι πολύ σοβαρή.

Τα προγράμματα του ΔΝΤ χορηγούν κατ’ επανάληψη κεφάλαια στις κυβερνήσεις προκειμένου να διασώσουν τους δυτικούς πιστωτές. Οι πιστωτές, που προσδοκούν μια διάσωση από το ΔΝΤ, αποδυναμώνουν τα κίνητρα που εξασφαλίζουν ότι οι οφειλέτες θα είναι σε θέση να εξοφλήσουν.

Αναγκαίο κακό;

Φέρνοντας με τον τρόπο αυτό -με τη διδασκαλία δηλαδή του βιβλίου «Η Μεγάλη Αυταπάτη»- ο Έλληνας ακαδημαϊκός τους φοιτητές-μελλοντικούς οικονομολόγους σε μια θέση αυστηρής επίκρισης τόσο για την αποτελεσματικότητα όσο και για τα κίνητρα του ΔΝΤ, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης εκφράζει δημόσια τη γνώμη του για τον διεθνή θεσμό στο βιβλίο του «Προς έναν Πολιπολικό Κόσμο» (δείτε το link από την παρουσίασή του στη zougla.gr εδώ). Επικαλούμενος και εδώ τον Στίγκλιτζ, ο Ρουμελιώτης θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη του Οργανισμού, εφόσον, όμως, αλλάξουν κάποια δομικά στοιχεία της λειτουργίας του, ενώ προτείνει και ορισμένες λύσεις για αυτό.

Στο κεφάλαιο με θέμα τον ρόλο του ΔΝΤ, λοιπόν, αφού ισχυρίζεται ότι η αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων οφείλουν να λαμβάνουν πλέον παγκόσμιο χαρακτήρα και αποδέχεται μια αποτελεσματική διεθνή αρχή που να εγγυάται την οικονομική και νομισματική σταθερότητα, θεωρεί τελικά ότι «το ΔΝΤ προσφέρεται, εφόσον μεταρρυθμιστεί και ενισχυθεί η χρηματοδοτική του ισχύς, να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο στο αυριανό διεθνές εποπτικό και τραπεζικό οικοδόμημα», αρκεί «να αυξηθούν τα χρηματοδοτικά του μέσα».


Ο ίδιος θεωρεί ότι τα αρνητικά λειτουργικά αποτελέσματα του ΔΝΤ, τα οποία ανέκυψαν εξαιτίας της μείωσης των εσόδων του, θα επανακάμψουν χάρη στα νέα δάνεια που θα συνάψει με χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση. Άλλωστε, μετά την κριτική που ασκήθηκε για την πολιτική του ΔΝΤ και άρα τις αποτυχίες του στην αντιμετώπιση των κρίσεων στη Νοτιοανατολική Ασία (1997), στη Ρωσία (1998) και στην Αργεντινή (2001), «το ΔΝΤ αναγκάστηκε να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο γραφείο αξιολόγησης των πολιτικών του και της αποτελεσματικότητας της δανειακής στήριξης σε χώρες που αντιμετωπίζουν κρίσεις».

Για την ανάγκη επέμβασης του ΔΝΤ τονίζει ότι «η εκτίμηση της δυνατότητας χρηματοδότησης του οικονομικού προγράμματος μιας χώρας από το ΔΝΤ θα πρέπει να προσανατολίζεται αφενός προς την κατεύθυνση του ισοζυγίου πληρωμών της και αφετέρου προς τις ανάγκες δημιουργίας πρόσθετης οικονομικής ικανότητας μέσω του σχηματισμού κεφαλαίου, ώστε να εξασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της χώρας».

Τέλος, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης διαπιστώνει πλέον ότι «το ΔΝΤ οδηγήθηκε σταδιακά στην ελαστικοποίηση των όρων δανειοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών και τώρα συνδυάζει μια πολιτική σταθεροποίησης με την ανάγκη καταπολέμησης της φτώχειας και αφήνει περιθώρια ευελιξίας στις χώρες αυτές όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των σχετικών προγραμμάτων και στηρίζει προγράμματα για την καταπολέμηση της διαφθοράς», ενώ καταλήγει ότι «με τις πρόσφατες αποφάσεις της G20 ο ρόλος του ΔΝΤ αναβαθμίζεται, οι πόροι του θα τριπλασιαστούν και η μεταρρύθμισή του θα επιταχυνθεί».

Μια νέα εποχή για το ΔΝΤ;



Άλλωστε, το γεγονός, ότι η αρνητική κατάσταση σχετικά με τις πολιτικές και την αποτελεσματικότητα του ΔΝΤ έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, «βλέπει» πλέον και ο σφοδρός επικριτής του που αναφέραμε, ο Νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτζ. Αν και όπως αναφέρει καθαρά στο βιβλίο του «δεν αισιοδοξώ ότι οι θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις στην επίσημη διακυβέρνηση του ΔΝΤ θα επέλθουν σύντομα», (υπενθυμίζουμε ότι «Η Μεγάλη Αυταπάτη» εκδόθηκε το 2003), και συμπληρώνει ότι «το ΔΝΤ ποτέ δεν επιθυμεί να συζητεί τις αβεβαιότητες που σχετίζονται με τις πολιτικές που προτείνει αλλά θέλει να προβάλλει την εικόνα ως αλάθητου, ακολουθεί μια στάση και μια νοοτροπία που δεν το αφήνουν να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος –πώς μπορεί να μάθει από αυτά εάν δεν μπορεί να τα παραδεχτεί;», σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» δηλώνει ότι «οι χώρες που αντιμετωπίζουν επιθέσεις κερδοσκόπων, ίσως βοηθηθούν από το ΔΝΤ, το οποίο έχει παίξει μερικές φορές κάποιο ρόλο σε αυτό», ενώ παραδέχεται ότι «Έχω υπάρξει ιδιαίτερα επικριτικός για το ΔΝΤ στο παρελθόν. Το ΔΝΤ όμως σήμερα έχει αλλάξει δραματικά. Ο Ντομινίκ Στρος Καν έχει υπάρξει πολύ ξεκάθαρος αναφορικά με την ανάγκη να υπάρξει μια κατάλληλη δημοσιονομική αρχή. Πολλά από τα προγράμματα είναι τα κατάλληλα», και σχετικά με την εμπλοκή του Ταμείου στην Ελλάδα σχολιάζει ότι «καταλαβαίνω ότι υπάρχει κάποιο άγχος. Η ζωή έχει πάντα ρίσκα, αλλά αυτό που θα έλεγα είναι ότι πριν από πέντε χρόνια ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα είχατε πρόβλημα με την οικονομική πολιτική του ΔΝΤ. Πλέον όμως υπάρχει το περιθώριο για να δημιουργηθεί ένα κατάλληλο πρόγραμμα».


Έχουν, πράγματι, αλλάξει αρκετά πράγματα μέσα στα πέντε αυτά χρόνια, ώστε το ΔΝΤ να καθίσταται ως η κατάλληλη λύση σε περιπτώσεις οικονομικών κρίσεων, με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα; Έχει συμβεί, όντως, η «μεταρρύθμιση», την οποία αναφέρει ο εκπρόσωπός μας σε αυτό ως απόλυτα αναγκαία, προκειμένου να ξεφύγει ο οργανισμός από το «αμαρτωλό» παρελθόν του; Η απάντηση, σε λίγα χρόνια, από την Ελλάδα.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης