Όταν ξεκίνησα να σπουδάζω ψυχοθεραπεία πριν από δέκα χρόνια (την οποία επέλεξα να μην ολοκληρώσω, για λόγους που εξηγώ παρακάτω), πίστευα βαθιά στη δύναμή της. Τη θεωρούσα κάτι αδιαμφισβήτητα θετικό, σχεδόν σαν μια εμπειρία που όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ζήσουν. Θυμάμαι να μας λένε τότε ότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια θεραπευτική διαδικασία είναι να μη γίνει καμία αλλαγή· ότι, στην πιο «αρνητική» περίπτωση, θα μείνεις όπως ήσουν. Δεν θα δεις αλλαγή.

Στην πορεία, όμως, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η θεραπεία μπορεί να είναι πολύτιμη και βαθιά θεραπευτική – ένα από τα πιο πολύτιμα εργαλεία προσωπικής ανάπτυξης και ίασης. Είναι όμως πάντα έτσι; Είναι η σωστή επιλογή για όλους; Είναι πάντα ακίνδυνη; Όπως κάθε ανθρώπινη διαδικασία, έτσι και ορισμένες προσεγγίσεις ή τρόποι δουλειάς μπορεί να μην ταιριάζουν σε κάθε άνθρωπο και, σε κάποιες περιπτώσεις, να φέρουν ακόμα και δυσάρεστα αποτελέσματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ψυχοθεραπεία είναι κακή στο σύνολό της, αλλά ότι χρειάζεται υπευθυνότητα και επίγνωση τόσο από τον θεραπευτή όσο και από τον θεραπευόμενο.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου το βίωσα έντονα ήταν κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Λονδίνο. Ως μέρος του προγράμματος, ήταν υποχρεωτικό να περάσουμε από μια συγκεκριμένη μορφή θεραπείας: τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία με εστίαση στο τραύμα (Trauma-focused CBT). Η μέθοδος αυτή ζητά από τον άνθρωπο να μιλά αναλυτικά και συστηματικά για τις τραυματικές του εμπειρίες, με το σκεπτικό ότι όσο περισσότερο τις επεξεργάζεται, τόσο λιγότερο θα επηρεάζεται και άρα θα μειώνεται η επίδρασή τους. Στην πράξη, όμως, αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Θυμάμαι αρκετούς συμφοιτητές μου να βγαίνουν από τις συνεδρίες συναισθηματικά φορτισμένοι, τους μισούς από αυτούς να διακόπτουν τις σπουδές τους εν μέσω του ακαδημαϊκού έτους, ακόμα και να μιλούν για σκέψεις αυτοτραυματισμού.

Εκεί συνειδητοποίησα κάτι σημαντικό: ότι η θεραπεία δεν είναι ποτέ μια «ουδέτερη» εμπειρία. Μπορεί μεν να είναι βαθιά λυτρωτική, αλλά μπορεί και να φέρει στην επιφάνεια έντονο πόνο. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα «λάθος» της θεραπείας – είναι μέρος της διαδικασίας. Όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, ευαισθησία και, πάνω από όλα, σωστή σχέση με τον θεραπευτή.

Αυτό που με προβλημάτισε περισσότερο δεν ήταν μόνο οι δυσκολίες που βίωσαν οι συμφοιτητές μου, αλλά και η αντίδραση του εκπαιδευτικού πλαισίου. Δεν υπήρχε μια διάθεση να διερευνηθεί πώς θα μπορούσαμε να προσαρμόσουμε τη μέθοδο ή να προστατεύσουμε καλύτερα τους συμμετέχοντες. Αντίθετα, η ερμηνεία που δόθηκε ήταν ότι «κάτι δεν πάει καλά με αυτούς που δεν ωφελούνται». Από την άλλη πλευρά, αν η αντίδρασή σου στη μέθοδο ήταν πιο συγκρατημένη – όπως η δική μου, μια μάλλον αμήχανη και παγωμένη στάση που στόχο είχε να με προστατεύσει από όσα εκτυλίσσονταν μπροστά μου – τότε κινδύνευες να χαρακτηριστείς κυνικός. Κυνικός μεν, αλλά «ακαδημαϊκά επαρκής για να ολοκληρώσεις τις σπουδές σου με επιτυχία!» Εκεί κατάλαβα ότι η θεραπεία δεν είναι μια μαγική συνταγή που εφαρμόζεται μηχανικά, αλλά μια διαδικασία που απαιτεί ευθύνη, φροντίδα και εξατομίκευση.

Δεν γράφω αυτά για να αποθαρρύνω κάποιον από το να ζητήσει βοήθεια. Αντίθετα, πιστεύω βαθιά ότι όταν η θεραπεία γίνεται σωστά και με τον κατάλληλο άνθρωπο, μπορεί να είναι μια από τις πιο μεταμορφωτικές εμπειρίες που μπορεί να ζήσει κανείς. Υπάρχουν θεραπευτές χαρισματικοί, ευαίσθητοι, με βαθιά κατανόηση και σεβασμό για τον άνθρωπο απέναντί τους. Με αυτούς, η θεραπεία μπορεί να γίνει χώρος ασφάλειας, ελπίδας και πραγματικής αλλαγής.

Όμως, αν τύχει να βρεθείς σε μια θεραπεία που δεν σου ταιριάζει, που σε κάνει να νιώθεις ότι δεν προχωράς ή ακόμα και ότι πληγώνεσαι, θέλω να θυμάσαι κάτι πολύ σημαντικό: δεν είναι η θεραπεία που δεν λειτουργεί. Απλώς εκείνη η συγκεκριμένη προσέγγιση, εκείνη η συγκεκριμένη συνεργασία, δεν ήταν η κατάλληλη για σένα. Και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Όπως δεν ταιριάζουμε με όλους τους ανθρώπους στη ζωή μας, έτσι δεν ταιριάζουμε και με όλους τους θεραπευτές ή όλες τις μεθόδους.

Αυτό που θα σου πρότεινα είναι να μην εγκαταλείψεις την προσπάθεια αν απογοητευτείς μια φορά. Συνέχισε να αναζητάς μέχρι να βρεις τον άνθρωπο που θα σου εμπνεύσει εμπιστοσύνη, με τον οποίο θα νιώσεις ασφαλής να μιλήσεις ανοιχτά, να δοκιμάσεις, να πειραματιστείς και να θεραπευτείς. Γιατί όταν βρεθεί ο κατάλληλος θεραπευτής και η σωστή προσέγγιση, η θεραπεία μπορεί να ανοίξει δρόμους που ούτε φανταζόσουν.

Η ψυχοθεραπεία δεν είναι πανάκεια, ούτε μια εύκολη διαδρομή χωρίς προκλήσεις. Είναι όμως μια πολύτιμη ευκαιρία για όσους είναι έτοιμοι να την ακολουθήσουν και για όσους συναντήσουν τον σωστό συνοδοιπόρο. Και τότε, ναι, έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει τη ζωή σου.

 


 

Ιουλία Καζάνα-McCarthy

Δρ. Κοινωνιολογίας (University of Surrey, UK)

MSc Psychology (c.) (Brunel University of London)

Πιστοποιημένη Life Coach (International Coaching Federation, ICF)

Solution Focused Θεραπεύτρια (BRIEF)

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης