Οι φετινές εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. γίνονται σε μία εποχή και μία συγκυρία ιδιαίτερα δύσκολη τόσο για τη δικηγορία, όσο και για την ελληνική κοινωνία συνολικά. Η «τιμωρία» που μας επέβαλε τον περασμένο Μάιο η τρόικα για την «άστατη» προηγούμενη ζωή μας έπεσε επί της κεφαλής δικαίων και αδίκων αδιακρίτως. Η ανάγκη άμεσης ανάκαμψης της οικονομίας έχει οδηγήσει στην επιβολή μέτρων πρόχειρων, που δε λαμβάνουν υπόψη τις σκοπιμότητες που η κάθε υφιστάμενη ρύθμιση εξυπηρετεί. Φυσικά δεν ισχυρίζομαι ότι τίποτα δεν έπρεπε να αλλάξει στην Ελλάδα του 2011. Η ισοπέδωση, όμως, είναι άλλος ένας δρόμος που οδηγεί στην αποτυχία.
Στο πλαίσιο αυτό, η κουβέντα ήρθε και στα κλειστά επαγγέλματα. Η κατάργηση των ελάχιστων αμοιβών των δικηγόρων, η άρση των γεωγραφικών περιορισμών και η διαφήμιση εμφανίζονται περίπου ως μαγικές λύσεις έτοιμες προς εφαρμογή σε όλα τα προβλήματα. Η πρόταση της κυβέρνησης για αντικατάσταση των νομοθετικά κατοχυρωμένων ελάχιστων αμοιβών με τιμές ενδεικτικές (νόμιμες αμοιβές), τις οποίες τα μέρη θα μπορούν να αγνοούν, συμφωνόντας αμοιβές μικρότερες, μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαίνεται ως μέτρο που θα βοηθήσει την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, όμως πιο προσεκτική μελέτη του ζητήματος καταδεικνύει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Ας δούμε τη συνολική εικόνα:
(α) Οι υπερβολικές καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης είναι πλέον δεδομένες σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει κλονιστεί σοβαρά η πίστη των κοινωνών στην δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων τους μέσω προσφυγής στα δικαστήρια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία.
(β) Με πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις το κόστος πρόσβασης στη δικαιοσύνη αυξήθηκε αντί να μειωθεί (π.χ. δεκαπλασιάστηκαν τα παράβολα για την κατάθεση μήνυσης).
(γ) Το θεσμικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές σε σημείο τέτοιο, ώστε ακόμα και αν επιτυγχάνεται η έκδοση δικαστικής απόφασης, πολλές φορές η ικανοποίηση του επισπεύδοντος είναι αμφίβολη, ενόψει αδυναμίας εκτέλεσης αυτής. Συνεπώς, όσον αφορά στο κατά πόσο η δικαιοσύνη μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας, πρέπει να κρίνεται συνολικά η απονομή της και να μην λαμβάνεται αποσπασματικά υπόψη μόνο το κόστος παροχής της δικηγορικής υπηρεσίας.
Οι ανωτέρω αδυναμίες καθιστούν τη δικαιοσύνη αναποτελεσματική και εγγενώς «ακριβή». Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Η μείωση των αμοιβών των δικηγόρων (όπως και οι μειώσεις στους μισθούς των δικαστών) θα κάνουν αποτελεσματικότερη την απονομή της δικαιοσύνης και θα ενισχύσουν την πραγματική οικονομία; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι η παροχή δικηγορικής υπηρεσίας είναι μία άκρως εξειδικευμένη επιστημονική εργασία, που απαιτεί διαρκή ενημέρωση, μελέτη και προσπάθεια. Επιπλέον, εξυπηρετεί δημόσιους σκοπούς, δηλαδή την καθολική επί ίσοις όροις δυνατότητα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Η κατάργηση των ελάχιστων αμοιβών θα έχει ως πιθανό αποτέλεσμα τη δημιουργία δικηγορικών γραφείων – σούπερ μάρκετ. Επιδίωξη των μορφωμάτων αυτών θα είναι η παροχή φθηνών υπηρεσιών σε μεγάλη κλίμακα. Η ποιότητα στην παροχή των υπηρεσιών θα έρχεται σε δεύτερη μοίρα, δεδομένου ότι σκοπός θα είναι η διεκπεραίωση μεγάλου όγκου δικηγορικής ύλης με χαμηλό κόστος. Παρεπόμενη συνέπεια θα είναι η υποβάθμιση της υπόστασης, του κύρους και της εργασίας του δικηγόρου, ο οποίος θα είναι αναγκασμένος να λειτουργεί μόνο με γνώμονα την παροχή ολοένα περισσότερης και φθηνότερης υπηρεσίας και όχι με βάση την επιστημονική του κατάρτιση. Έτσι, η εξαθλίωση του δικηγορικού κόσμου θα οδηγήσει σε επιδείνωση των ήδη σοβαρών προβλήματων της δικαιοσύνης.
Αντίθετα, η προστασία της ποιότητας της υπηρεσίας που η πολιτεία μας έχει αναθέσει μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει για την κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό η προστασία και η αύξηση των νομοθετικά κατοχυρωμένων ελάχιστων αμοιβών μας είναι η μόνη πρόταση που μπορεί να κομίσει θετικά αποτελέσματα για όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης και για το κράτος. Ασφαλώς με τον όρο αύξηση εννοούμε την αύξηση εκείνη που θα οδηγήσει τις νομοθετικά κατοχυρωμένες αμοιβές να διαμορφωθούν στο επίπεδο των σημερινών πραγματικών τιμών της αγοράς.
Η εξέλιξη αυτή θα μας δώσει τη δυνατότητα να προσφέρουμε ποιοτικότερες υπηρεσίες και θα οδηγήσει σε υψηλότερου βαθμού εξειδίκευση. Από αυτό θα ωφεληθούν ουσιαστικά και οι εντολείς μας, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να ελέγχουν την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας, λόγω έλλειψης επιστημονικής γνώσης. Ο δικηγόρος που αμείβεται σωστά είναι η μόνη εγγύηση για την καλύτερη εξυπηρέτησή τους. Ωφελημένα από την αύξηση των ελάχιστων αμοιβών μας θα βγούν και τα ασφαλιστικά μας ταμεία, ενώ και το ίδιο το κράτος θα είναι σε θέση να εισπράττει περισσότερα χρήματα, τόσο από την παρακράτηση φόρου όσο και από το Φ.Π.Α.

