Η δυνατότητα διενέργειας τοπικών δημοψηφισμάτων είχε προβλεφθεί με το νόμο 4555/2018, αλλά είχε παγώσει – ανασταλεί για ολόκληρη την προηγούμενη δημοτική περίοδο, βάσει του άρθρου 11 Παρ. 1 του νόμου 4674/2020. Τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 2024. Τοπικό δημοψήφισμα διενεργείται είτε κατόπιν απόφασης του δημοτικού συμβουλίου με πλειοψηφία των 2/3, είτε μετά από αίτηση τουλάχιστον του 10% του συνολικού αριθμού των εγγεγραμμένων εκλογέων του συγκεκριμένου Δήμου ( 10% πολιτών που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους του οικείου Δήμου) και μετά έγκριση του αιτήματος από το δημοτικό συμβούλιο με απλή πλειοψηφία αυτή τη φορά.
Στην απόφαση προκήρυξης του δημοψηφίσματος , καθορίζεται και ο χαρακτήρας του , δηλαδή εάν είναι αποφασιστικό ή συμβουλευτικό. Αποφασιστικό όταν το αντικείμενο είναι εντός της αποφασιστικής αρμοδιότητας του Δήμου και Συμβουλευτικό όταν το αντικείμενο είναι εκτός της αποφασιστικής αρμοδιότητας του Δήμου.
Τοπικό δημοψήφισμα μπορεί να διενεργηθεί για την ιεράρχηση έργων, επείγοντα έργα, έκτακτη ζημία που προκλήθηκε με συνέπειες για τους κατοίκους, σημαντικό πρόβλημα για το οποίο αδιαφορεί η δημοτική αρχή, ζήτημα για το οποίο έχει διχαστεί η κοινή γνώμη, λήψη απόφασης που δεσμεύει την δημοτική αρχή ως προς μία κατεύθυνση, συμβουλευτικό ως διαμαρτυρία για την εγκληματικότητα, για την έλλειψη κέντρου υγείας ή σχολείου ή κατάργηση δομών απαραίτητων για το κοινωνικό σύνολο κ.α.. Εξαιρούνται του τοπικού δημοψηφίσματος θέματα εθνικής ασφάλειας, εξωτερικής πολιτικής, μεταναστευτικής πολιτικής, ερμηνείας και εφαρμογής διεθνών συνθηκών, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, επιβολής τελών, δημοσιονομικής διαχείρισης οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ανακαθορισμού αριθμού και ορίων ΟΤΑ, θέματα θρησκευτικής συνείδησης. Δεν επιτρέπονται τοπικά δημοψηφίσματα σε προεκλογική περίοδο δημοτικών, εθνικών ή ευρωπαϊκών εκλογών, σε ημερολογιακό έτος δημοτικών εκλογών και πριν παρέλθει ένα έτος από το προηγούμενο δημοψήφισμα. Συγκροτείται επιτροπή ελέγχου δαπανών και καταγγελιών, με απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης που ανήκει ο συγκεκριμένος Δήμος, εντός τριών ημερών από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος.
Η επιτροπή ελέγχει καταγγελίες που έχουν κατατεθεί μέχρι το τέλος της ψηφοφορίας. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός 30 ημερών από την δημοσίευση της απόφασης, διεξάγεται ημέρα Κυριακή από τις 7 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ και δικαίωμα ψήφου έχουν όσοι έχουν και στις δημοτικές εκλογές. Δικαστικοί αντιπρόσωποι και εφορευτική επιτροπή, ορίζονται από το οικείο Πρωτοδικείο, το πρωτοδικείο της έδρας του Δήμου και οι αμοιβές καταβάλλονται από τον Δήμο. Η απόφαση προκήρυξης του δημοψηφίσματος , αναφέρει ημερομηνία διεξαγωγής , τον χαρακτήρα , το ύψος της δαπάνης και κάθε αναγκαίο θέμα . Δημοσιεύεται με ευθύνη του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου εντός τριών ημερών, στο δημοτικό κατάστημα, σε μία ημερήσια ή εβδομαδιαία εφημερίδα και στην ιστοσελίδα του δήμου. Κοινοποιείται στον υπουργό εσωτερικών και δημοσιοποιείται κατά το δυνατόν ευρύτερα. Ο πίνακας των αποτελεσμάτων, αποστέλλεται από το Πρωτοδικείο στον Δήμαρχο προς δημοσίευση. Έγκυρο θεωρείται το αποτέλεσμα εφόσον συμμετείχε το 40% των εγγεγραμμένων εκλογέων. Στην περίπτωση αυτή, είναι δεσμευτικο. Ένσταση μπορεί να υποβληθεί στο οικείο πρωτοδικείο εντός 7 ημερών από την δημοσίευση του αποτελέσματος. Ο έλεγχος του κύρους του δημοψηφίσματος, διεξάγεται από το οικείο διοικητικό Εφετείο. Οι ενστάσεις συζητούνται εντός μηνός από την κατάθεση τους και η απόφαση εκδίδεται εντός μηνός από την συζήτηση. Τα τοπικά δημοψηφίσματα διενεργούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 133-151 του νόμου 4555/2018.
Το δημοψήφισμα είναι ένας θεσμός άμεσης δημοκρατίας, που πλαισιώνει το πολίτευμα της έμμεσης (αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας, το οποίο καθιερώνεται από το ισχύον Σύνταγμα. Η λαϊκή κυριαρχία ταυτίζεται με την έννοια της δημοκρατίας, όχι μονάχα της περιοδικής- στιγμιαίας αναδείξεως της Βουλής και της Κυβερνήσεως από τον λαό με καθολική ψηφοφορία. Η δημοκρατία είναι διαδικασία συνεχούς αντιπαραθέσεως και διαλόγου, διαδικασία προβολής και επικρατήσεως θέσεων και αντιθέσεων, ελέγχου των κρατικών δαπανών, δημιουργίας και πραγματώσεως συνθέσεων και συναιρέσεων. Το διαρκές και διαλεκτικό της δημοκρατικής αντιπαραθέσεως είναι θεσμικά κατοχυρωμένο στον κοινοβουλευτικό έλεγχο αλλά και στα ατομικά δικαιώματα της εκφράσεως και κριτικής και ιδίως της συλλογικής εκφράσεως και δράσεως, που ο Σαρίπολος αποκαλούσε «έννομες αντιστάσεις κατά της εξουσίας». Τα ατομικά αυτά δικαιώματα είναι κατά βάση διφυή, αφού έχουν και έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Δι’ αυτών μάλιστα ασκείται και πίεση για πραγμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η λαϊκή κυριαρχία είναι η αρχή ότι η εξουσία ενός κράτους και της κυβέρνησης έχει δημιουργηθεί και διατηρείται με τη συναίνεση του λαού του, μέσω των εκλεγμένων εκπροσώπων του, ο οποίος είναι η πηγή όλων των πολιτικών εξουσιών. Είναι στενά συνδεδεμένη με το κοινωνικό συμβόλαιο για το οποίο μίλησαν φιλόσοφοι όπως ο Τόμας Χομπς, ο Τζον Λοκ, και ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Ο θεσμός των τοπικών δημοψηφισμάτων έχει μια μακραίωνη Ευρωπαϊκή ιστορία, η απώτατη καταγωγή του οποίου μπορεί να ανιχνευθεί στην αυτοπρόσωπη παρουσία των πολιτών στις συνελεύσεις του Δήμου στην αρχαίο-ελληνική δημοκρατία και στη κατάληξη των διαβουλεύσεων σε ψηφίσματα. Σήμερα ο αμεσοδημοκρατικός θεσμός του τοπικού δημοψηφίσματος είναι σχεδόν πανταχού παρόντας στα συστήματα τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρωπαϊκής ηπείρου, όπως επίσης στις ΗΠΑ. Σε ομοσπονδιακά οργανωμένα κράτη όπως Γερμανία, Ελβετία, ΗΠΑ, ο θεσμός του τοπικού δημοψηφίσματος έχει θεσμοθετηθεί, πέραν της τοπικής αυτοδιοίκησης και στο ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ των δημοτικά συγκροτημένων κοινοτήτων και της εθνο-κρατικής πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή σε επίπεδο κρατιδίου στη Γερμανία, πολιτείας στις ΗΠΑ και καντονίου σε Ελβετία. Μια αντίστοιχη θεσμοθέτηση στην Ελληνική περίπτωση θα αφορούσε το επίπεδο περιφερειακής διοικητικής συγκρότησης της χώρας. Το δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία Πολιτών διεθνώς: Αποτελεί την βασική μορφή ενεργοποίησης των «από κάτω» (αν λάβουμε υπόψη μας την ιεραρχική διάσταση που συχνά εκλαμβάνει η σχέση πολιτικής αντιπροσώπευσης δημοτών-δημοτικής εξουσίας) προκειμένου να θέσουν υπό την κρίση των συμπολιτών τους ένα κρίσιμο θέμα ή μια πρόταση πολιτικής (policy proposal).
Θεμελιακή προϋπόθεση κάθε «πρωτοβουλίας πολιτών» είναι η συγκέντρωση του απαραίτητου αριθμού υπογραφών (όπως αυτός προσδιορίζεται νομοθετικά) από το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων του Δήμου. Αν επιτευχθεί η συγκέντρωση του απαραίτητου αριθμού υπογραφών (εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος) τότε καθίσταται υποχρεωτική η προκήρυξη του τοπικού δημοψηφίσματος. Υπάρχουν επίσης δύο επικρατούσες εναλλακτικές μορφές διαχείρισης μιας πρωτοβουλίας πολιτών που έχει συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών. 1) Αντί της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την υιοθέτηση της πρότασης των πολιτών καθιστώντας την προκήρυξη δημοψηφίσματος αναίτια. 2) Το δημοτικό συμβούλιο να αποφασίσει να ‘κατεβάσει’ αντι-πρόταση. Σε αυτήν την περίπτωση διεξάγεται το δημοψήφισμα καλώντας τους δημότες να επιλέξουν ανάμεσα στις αντιπαραθέσεις προτάσεις.
Στην Ελλάδα από τις 19 Νοεμβρίου 1862 (1η Δεκεμβρίου σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο), έλαβε χώρα δημοψήφισμα για την υποστήριξη της απόφασης επιλογής του Πρίγκιπα Αλφρέδου του Ηνωμένου Βασιλείου, μετέπειτα Δούκα του Εδιμβούργου, ως βασιλιά της χώρας. Τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους. Από τις 240.000 ψήφους, η συντριπτική πλειοψηφία, με πάνω από 95%, ήταν υπέρ του Αλφρέδου. Ο τέως βασιλιάς Όθωνας, ο οποίος καθαιρέθηκε μετά από λαϊκή εξέγερση, έλαβε μία ψήφο.
Υπήρχαν έξι ψήφοι για Έλληνα βασιλιά και 93 για μετάβαση σε δημοκρατικό πολίτευμα.
