Προφυλακιστέοι κρίθηκαν μετά την απολογία τους στην 9η τακτική ανακρίτρια οι δύο Αφγανοί που κατηγορούνται για τη δολοφονία του 44χρονου Μανώλη Καντάρη, τα ξημερώματα της 10ης Μαΐου, στη συμβολή της οδού 3ης Σεπτεμβρίου με την Ηπείρου. Και οι δύο επιρρίπτουν την ευθύνη για το έγκλημα στον τρίτο συνεργό τους, τον Πακιστανό, που, όπως υποστηρίζουν, γνώρισαν στην πλατεία Ομονοίας λίγο πριν από τη δολοφονία του άτυχου άνδρα.
Και οι δύο αρνήθηκαν ότι οι ίδιοι μαχαίρωσαν τον 44χρονο, κατηγορώντας για αυτό τον καταζητούμενο συνεργό τους. Σύμφωνα με τα όσα οι ίδιοι ισχυρίστηκαν προανακριτικά, είχαν πιει πολύ εκείνο το βράδυ και ήταν μεθυσμένοι, ενώ, αμέσως μετά το έγκλημα, πήγαν για ύπνο. Όπως υποστήριξαν στη διαδικασία της προανάκρισης, ύστερα από αρκετές ώρες που περπατούσαν στους δρόμους της Αθήνας, είδαν τον 44χρονο να κρατά την κάμερα και τότε ανέλαβε τα πάντα ο Πακιστανός.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα υποστήριξε στην αστυνομία ο 27χρονος Αφγανός για τα όσα συνέβησαν τα ξημερώματα της 10ης Μαΐου. «Μετά από κάποιες ώρες, δεν θυμάμαι να σας πω ακριβώς, γιατί ήμασταν μεθυσμένοι, ο Πακιστανός είδε έναν άνδρα που είχε κρεμασμένη στον ώμο του μια κάμερα να περπατάει στο πεζοδρόμιο. Χωρίς να μας πει τίποτε, τον ακολούθησε και εμείς τρέξαμε πίσω του. Μόλις έστριψε αυτός αριστερά, δεν θυμάμαι να σας πω σε ποιον δρόμο, ο Πακιστανός τον πλησίασε και του τράβηξε την τσάντα με την κάμερα από τον ώμο του, για να του την πάρει. Αυτός αντέδρασε και άρχισε να λέει κάτι στα Ελληνικά. Τότε ο Πακιστανός έβγαλε από τη μέση του ένα μαχαίρι, 20 πόντων περίπου, και τον μαχαίρωσε τουλάχιστον μία φορά, απ’ ό,τι θυμάμαι.
Τότε αυτός που είχε την κάμερα φάνηκε από το χτύπημα ότι πόνεσε πολύ, παραπάτησε και έπεσε κάτω. Όταν τον κοίταξα, είδα να έχει αίμα στην μπλούζα του και αμέσως γύρισα το κεφάλι μου, για να μην τον βλέπω. Μόλις πήραμε την κάμερα, χωρίσαμε και εγώ με τον φίλο μου πήγαμε σπίτι μας και κοιμηθήκαμε…».
Ο 20χρονος συγκατηγορούμενός του ισχυρίστηκε στους αστυνομικούς ότι φοβήθηκε και για αυτό δεν κατήγγειλε τον Πακιστανό στην αστυνομία, ο οποίος, όπως ισχυρίζεται, τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει.
«Προτού φθάσουμε στην πλατεία Βικτωρίας, κάποια στιγμή είδαμε μπροστά μας έναν Έλληνα που κρατούσε κάτι σαν τσάντα, περασμένη στον ώμο του. Μόλις τον είδε ο Πακιστανός που ήταν μαζί μας, έτρεξε πίσω του.
Εγώ και ο Καν ακολουθήσαμε. Ο Έλληνας σε μια στιγμή έστριψε, ο Πακιστανός έτρεξε πίσω του και έβγαλε ένα μαχαίρι. Εκεί που έστριψαν στον δρόμο έχει φανάρι. Ο Καν τους ακολούθησε, αλλά εγώ, μόλις είδα ότι έβγαλε μαχαίρι ο Πακιστανός, δεν πήγα μαζί τους, έμεινα εκεί κοντά στο φανάρι, στη γωνία.
Στην αρχή που είδα τον Πακιστανό να βγάζει μαχαίρι, νόμιζα ότι ήθελε να χτυπήσει εμένα. Τότε είδα τον είδα να επιτίθεται στον Έλληνα, να τον ρίχνει κάτω και μετά να του παίρνει την τσάντα που είχε μαζί του και να φεύγει. Ο Καν δεν έκανε τίποτε, μόνο κοιτούσε. Εγώ δεν πλησίασα…».
