Πρόκειται γι’ αυτές τις λευκές κηλίδες που, έτσι και εμφανίζουν στο δέρμα, προκαλούν ακόμα και πανικό. Το πρόβλημα όμως είναι καθαρά αισθητικό. Η λευκή δεν μεταδίδεται και αντιμετωπίζεται με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή που συνιστά ο δερματολόγος.
Ουσιαστικά είναι ένα κοινό δερματολογικό πρόβλημα, εφόσον προσβάλλει το 1-2% του γενικού πληθυσμού. Εμφανίζεται με αποχρωματισμένες κηλίδες οι οποίες στερούνται μελανίνης, της ουσίας δηλαδή που μας προστατεύει από τις ηλιακές ακτίνες. Είναι συχνότερη στις ηλιόλουστες χώρες, ιδίως στη βόρεια Αφρική, και έχει χαρακτηριστεί ως «νόσος του φωτός».
Φαίνεται όμως πως ο ήλιος είναι απλώς εκλυτικός παράγοντας της πάθησης που επιτείνει την αντίθεση ανάμεσα στο «μαυρισμένο» υγιές δέρμα και στο χωρίς χρωστική δέρμα που δεν μαυρίζει. Παρουσιάζεται συχνότερα πριν από την ηλικία των είκοσι. Κάνει την εμφάνιση της με μία ή περισσότερες κηλίδες χωρίς χρωστική (λόγω της προοδευτικής εξαφάνισης των μελανοκυττάρων της επιδερμίδας).
Οι λευκές αυτές κηλίδες περιβάλλονται από μια ζώνη με υπέρχρωση, πιο σκοτεινόχρωμη από το φυσιολογικό δέρμα. Η εξέλιξη της είναι απρόβλεπτη. Ορισμένες κηλίδες σταθεροποιούνται, ενώ άλλες εξαφανίζονται. Με άλλα λόγια, τρόπος πρόβλεψης για την εξέλιξη της λεύκης δεν υπάρχει. Μπορεί να παραμείνει ως έχει, να επεκταθεί ή να αυτοϊαθεί. Μερικές φορές οι αχρωματικές κηλίδες καταλαμβάνουν ολόκληρο το σώμα και μπορεί να προσβάλουν ακόμα τις τρίχες και τα μαλλιά (λευκά τσουλούφια).
Το σίγουρο είναι ότι η λεύκη δεν μεταδίδεται και δεν δημιουργεί πρόβλημα υγείας. Πρόκειται για μια δυσμορφία, ένα καθαρά αισθητικό πρόβλημα. Η εκτεταμένη λεύκη όμως δημιουργεί σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα στους ασθενείς, τα οποία με τη σειρά τους επιδεινώνουν τη νόσο, οδηγώντας έτσι σε ένα φαύλο κύκλο χωρίς τελειωμό.
Επιμέλεια: Μαργαρίτα Μπρίγκου

