Μετά τις πρόωρες εκλογές του Φεβρουαρίου, ήταν ξεκάθαρο ότι ο μόνος ρεαλιστικός κυβερνητικός συνασπισμός θα απαρτιζόταν από τον νικητή, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU), τους Βαυαρούς εταίρους του, την Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).

Αν και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων διήρκησαν «μόλις» 72 ημέρες.

Ωστόσο πολλές λεπτομέρειες, π.χ. για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, έλειπαν από την προγραμματική συμφωνία, με αποτέλεσμα είτε να καλύπτονται από εποικοδομητική ασάφεια, είτε να παραπέμπονται στο μέλλον.

Σχετικά με το συνταξιοδοτικό

Στην προγραμματική συμφωνία, τα τρία κόμματα αναφέρονταν μεταξύ άλλων σε «εγγυημένο επίπεδο σύνταξης» στο 48% του μέσου μισθού έως τουλάχιστον το 2031, χρηματοδοτούμενο από αυξημένη κρατική επιδότηση, ενώ δεσμεύονταν να μην αυξήσουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης πέρα από την τρέχουσα, σταδιακή αύξηση στα 67 έτη.

Η βασική κριτική των νέων βουλευτών, αρχικά προς την σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εργασίας Μπέρμπελ Μπας, είναι ότι η μεταρρύθμιση που προτείνεται θα επιφέρει επιπλέον κόστος 120 δισεκατομμυρίων ευρώ μεταξύ 2032 και 2040, υπερβαίνοντας όσα είχαν προβλέπονταν στην προγραμματική συμφωνία.

Η Junge Union είχε επισημάνει το πρόβλημα από καιρό και ήλπιζε ότι ο καγκελάριος θα επαναδιαπραγματευόταν το πακέτο. «Δεν είμαι εκπρόσωπος μιας ομάδας (…) Θα ψηφίσω το νομοσχέδιο με καθαρή συνείδηση», απάντησε ο αρχηγός τους και, με τον γνωστό δηκτικό τόνο του, πρόσθεσε:

«Νομίζει κανείς ότι μπορούμε να κερδίσουμε εκλογές με κούρσα μειοδοσίας, με το ποιος δηλαδή θα δώσει τη μικρότερη σύνταξη; Δεν είστε σοβαροί». Κάπως έτσι, η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του CDU. «Οι νεότερες γενιές θα μείνουν να κουβαλούν το βάρος για τους συνταξιούχους και τους επικείμενους συνταξιούχους.

Το επιπλέον κόστος θα το επωμιστεί η γενιά μου… αυτό είναι άδικο και δημοσιονομικά μη βιώσιμο», υπογράμμισε ο Γιοχάνες Φόλκμαν. «Προσωπικά εσείς μπορείτε αυτό να το συμβιβάσετε με την αξιοπιστία σας;», διερωτήθηκε ο Λάουρεντς Κίφερ, o 33χρονος επικεφαλής της JU στο Μόναχο.

Στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας

Το ήδη υπάρχον πρόβλημα στασιμότητας της γερμανικής οικονομίας επιδεινώνεται από το μέγεθος της χώρας και το γεγονός πως ο πληθυσμός γερνάει πιο γρήγορα απ’ ό,τι στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσεχώς αναμένεται μαζική συνταξιοδότηση εκατομμυρίων μελών της γενιάς των «Baby Boomers», όχι όμως ανάλογη είσοδος στην αγορά εργασίας.

Ενδεικτικά, σήμερα κάθε συνταξιούχο υποστηρίζουν μόλις περίπου δύο εργαζόμενοι, ενώ πριν από λίγα χρόνια ήταν τρεις — και την δεκαετία του 1950 έφθαναν ως και τους έξι.

Αντίστοιχα, οι υποχρεωτικές συνταξιοδοτικές εισφορές, οι οποίες κατανέμονται μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, έχουν εκτοξευθεί σχεδόν στο 19% των μισθών και, με τα τρέχοντα σχέδια, ενδεχομένως θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο.

Τεράστιο κενό

Οι συνταξιούχοι λαμβάνουν αυτή τη στιγμή περίπου το 48% του μισθού τους ως σύνταξη.

Παρότι αυτό σε σύγκριση με άλλες χώρες μπορεί να μοιάζει γενναιόδωρο, οι ίδιοι θεωρούν ότι δεν αρκεί και θα έπρεπε να αντικατοπτρίζει ούτως ή άλλως τα χρήματα που κατέβαλαν στο σύστημα με τις εισφορές τους.

Η κυβέρνηση πάντως μένει με ένα τεράστιο κενό που καλείται να καλύψει μεταξύ των συντάξεων που καταβάλλονται και των εισφορών που εισπράττονται.

Σύμφωνα με ειδικούς, οι πολίτες σε ηλικία εργασίας επωμίζονται αχρεωστήτως το βάρος, ειδικά καθώς ο πληθυσμός γερνάει.

Οι νέοι βουλευτές υποστηρίζουν ότι απαιτείται μείωση μόλις κατά 1% στο 47% του μέσου μισθού — μικρό, όπως λένε, τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει η παλαιότερη γενιά προκειμένου να μειωθεί το βάρος των νέων.

Τι έδειξε νέα έρευνα

Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση έχει πλέον φθάσει στην κοινωνία και οι Γερμανοί δεν κρύβουν ότι ανησυχούν για την ασφάλεια στα γηρατειά τους.

Στην πιο πρόσφατη έρευνα DeutschlandTrend για λογαριασμό του ARD, ασφαλείς για την οικονομική τους κατάσταση στην τρίτη ηλικία απάντησαν πως αισθάνονται οι ερωτηθέντες κατά ποσοστό 48%: είναι 14 μονάδες χαμηλότερο από ό,τι το 2017. Η κυβέρνηση σχεδιάζει εκστρατείες ενημέρωσης, προκειμένου να ενθαρρύνει τους πολίτες να αναζητήσουν πρόσθετες πηγές εισοδήματος, π.χ μετοχές, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν ιδιωτικές συντάξεις.

Αυτή τη στιγμή, οι Γερμανοί που έχουν άλλες πηγές εισοδήματος στις οποίες θα μπορούσαν να στηριχθούν μετά τη συνταξιοδότηση εκτιμάται πως φθάνουν το 60%, ενώ η κυβέρνηση σχεδιάζει να εφαρμόσει την προγραμματική της συμφωνία για «ενεργή σύνταξη», για το δικαίωμα δηλαδή να συνεχίσει κανείς να εργάζεται και μετά τη συνταξιοδότησή του, με ως και 2.000 ευρώ μηνιαίως αφορολόγητα.

Η «κατάρα» του Σολτς

Οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό επρόκειτο αρχικά να ψηφιστούν στις αρχές Δεκεμβρίου, μαζί με άλλα νομοσχέδια με τα οποία ο καγκελάριος επιδιώκει να αποδείξει ότι ελέγχει την κατάσταση στην κυβέρνησή του και δεν αντιμετωπίζει τα προβλήματα του προκατόχου του Όλαφ Σολτς, ο οποίος είχε στην πορεία περιοριστεί σε ρόλο (αγανακτισμένου) διαιτητή, που προσπαθούσε να συμβιβάσει Πράσινους και Φιλελεύθερους (FDP).

Υπό το βάρος της πίεσης, η υπουργός Οικογένειας Κάριν Πριν (CDU) πρότεινε να αναβληθεί η ψήφιση του νομοσχεδίου για το 2026, προκειμένου να αποφευχθεί πιθανός εξευτελισμός και κυβερνητική αστάθεια.

Ο ίδιος ο καγκελάριος αναλαμβάνει στην περίπτωση της Junge Union προσωπικό ρίσκο. Το «αντάρτικο» των βουλευτών του, ακόμη και αν δεν προχωρήσει σε πράξεις, πλήττει το κύρος του, πρωτίστως ως αρχηγού του CDU, αλλά και ως καγκελάριου που δεν καταφέρνει να επιβληθεί. Οι αδυναμίες του καταγράφονται πλέον συστηματικά στις δημοσκοπήσεις, με την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) να περνάει συχνά πρώτη, και με τη δημοτικότητά του να καταγράφει διαδοχικά αρνητικά ρεκόρ.

Ο βουλευτής του CDU Ρόντεριχ Κιζεβέτερ δήλωσε πρόσφατα ότι η κυβέρνηση φαινόταν —προφανώς υπό την πίεση της ακροδεξιάς— να ασχολείται μόνο με τη μετανάστευση, αφήνοντας στην άκρη τα θέματα της οικονομίας, της παιδείας και της ασφάλειας, που απασχολούν σήμερα τους Γερμανούς. Το ίδιο πιστεύει ο Μάνφρεντ Γκίλνερ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ερευνών Forsa.

Δύο ψηφοφορίες για την εκλογή

Τον Μάιο, ο Φρίντριχ Μερτς έγινε ο πρώτος καγκελάριος στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας που χρειάστηκε δύο ψηφοφορίες στην Bundestag για να εκλεγεί. Τον Ιούλιο, οι βουλευτές του αρνήθηκαν να ψηφίσουν την συμφωνηθείσα επιλογή του SPD για το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Αμέσως μετά, οι κυβερνητικοί εταίροι συγκρούστηκαν για την στρατιωτική θητεία και το εάν θα παραμείνει εθελοντική.

Αν προστεθεί σ’ όλα αυτά το χάος που προκάλεσε στην ίδια του την κοινοβουλευτική ομάδα ο υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ (CDU), όταν εν μέσω συζήτησης για τις απελάσεις και τον επαναπατρισμό όσο το δυνατόν περισσότερων Σύρων δήλωσε ότι η Συρία είναι σε καταστροφική κατάσταση, «χειρότερη απ’ ό,τι η Γερμανία το 1945», γίνεται σαφές ότι η κυβέρνηση έχει μπροστά της σοβαρές προκλήσεις. Και επίσης έχει μπροστά της τέσσερις κρατιδιακές εκλογές εντός 2026. Πλέον έχουν αρχίσει τα… στοιχήματα για την αντοχή της (άλλοτε) αδιαμφισβήτητης γερμανικής πολιτικής σταθερότητας.

Και όλα τα ενδεχόμενα μοιάζουν ανοιχτά.