Οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας δοκιμάζονται λόγω των αποφάσεων του προέδρου Ερντογάν να πλήξει τους Κούρδους μαχητές στη Συρία, υποστηρίζουν οι αναλυτές οι οποίοι θυμίζουν πως η Τουρκία βασίζεται ενεργειακά στις αποφάσεις της Μόσχας.

Η κρίση στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις βρίσκεται σε αντίθεση με τις ρωσο-τουρκικές, στις οποίες Μόσχα και Άγκυρα βρίσκονται σε συνεχή επαφή ανωτάτου επιπέδου για να αντιμετωπίζονται οι μεταξύ τους διαφορές.

Επισημαίνονται ιδιαίτερα οι επιθέσεις του Ερντογάν εναντίον της Ουάσινγκτον.

Πάντως η Ουάσινγκτον ενδιαφέρεται να φτάσει σε συμβιβασμό με την Άγκυρα στην περιοχή του Ευφράτη, όπου τόσο οι ΗΠΑ όσο και τα εμιράτα του Κόλπου θεωρούν ως προπύργιο εναντίον της επέκτασης της ιρανικής επιρροής.

Όπως γράφει ο Cengiz Candar, (Τούρκος δημοσιογράφος και ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής), «οι ειδικοί, οι παρατηρητές και οι αξιωματούχοι του συνασπισμού εναντίον των τζιχαντιστών, περίμεναν εντονότερη αντίδραση από τους Κούρδους για να προστατεύσουν τις περιοχές τους. Κάτι που θα κόστιζε μεγαλύτερες απώλειες στην Τουρκία. Μετά την απόφαση όμως του YPG να παραδώσει το κέντρο της Αφρίν αμαχητί στις τουρκικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες του Ελεύθερου συριακού Στρατού (FSA) οι περισσότεροι πλέον πιστεύουν πως η επιχείρηση “Κλάδος Ελαίας” αποτελεί προοίμιο ευρύτερης επίθεσης εναντίον και άλλων κουρδικών περιοχών».

Ο Καντάρ επισημαίνει πως παραμένουν δύο ερωτήματα: «Πώς θα ερμηνευθούν τα τουρκικά στρατιωτικά επιτεύγματα στην πολιτική και πόσο θα διαρκέσει η τουρκική κατοχή στην Αφρίν».

Φέρνει ακόμη ως παράδειγμα, τι συνέβη μετά την τουρκική επιχείρηση «ασπίδα του Ευφράτη» τον Μάρτιο του 2017. Από τότε ο «εναγκαλισμός της περιοχής από την Τουρκία έχει γίνει ασφυκτικός με τις πόλεις Jarablus, al-Bab και Azaz να κυβερνώνται από αξιωματούχους διορισμένους από την Άγκυρα».

Η Τουρκία έστειλε να μετεγκατασταθούν στην περιοχή περί τους 140.000 Σύρους πρόσφυγες και αναμένεται να συμβεί κάτι παρόμοιο και στην Αφρίν, την οποία εγκατέλειψαν οι περισσότεροι Κούρδοι κάτοικοί της.

Ο Anton Mardasov – δημοσιογράφος ειδικευμένος σε ζητήματα γύρω από τη Συρία και το Ιράκ και μέλος του Ρωσικού συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (RIAC) – προσπαθεί να εξηγήσει πως «παρά τις προσπάθειες στις διασκέψεις στην Αστάνα και το Σότσι για την αναβίωση των προσπαθειών του ΟΗΕ στη Γενεύη, η κατάσταση στη Συρία έχει προκαλέσει τέλμα στις ειρηνευτικές προσπάθειες. Και τώρα η Τουρκία έχει βάλει στο μάτι την Manbij».

Ακόμη ο Μαρντάσοφ επισημαίνει τις διαφορές που υπάρχουν σ΄ αυτούς που συμμετείχαν στην διάσκεψη της Αστάνα: «Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών είχε διακηρύξει το τέλος των μαχών στην ανατολική Γούτα και την πόλη Ντούμα, που ελέγχονταν από την σύμπραξη Ισλαμιστών και Σαλαφιστών του Jaish al-Islam. Η Μόσχα προσπάθησε να σταθεροποιήσει την κατάσταση προωθώντας την μετεγκατάσταση μικρών ομάδων μαχητών της Hayat Tahrir al-Sham».

Αλλά όπως γράφει η εφημερίδα «Asharq al-Awsat», «η Δαμασκός και η Τεχεράνη επιμένουν να καταστραφούν όλες οι περιοχές αντίστασης επειδή αποτελούν σημεία αποσταθεροποίησης στην περιοχή αποκλιμάκωσης».

Η Yekaterina Chulkovskaya (Ρωσίδα δημοσιογράφος αρθρογράφος ειδικευμένη σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της Μέσης Ανατολής) υποστηρίζει πως «ενώ Τουρκία και Ρωσία αντιμετωπίζουν διαφορές στη Συρία, από την άλλη εμβαθύνουν τις οικονομικές τους σχέσεις. Με κορυφαίο ζήτημα η προοπτική αγοράς ρωσικών αντιαεροπορικών S-400 κάτι που έχει ενοχλήσει την Ουάσινγκτον».

Σύμφωνα με την Chulkovskaya, Μόσχα και Άγκυρα συνεργάζονται σε δύο άλλα σημαντικά προγράμματα: «Την κατασκευή πυρηνικού εργοστάσιου στο Akkuyu, (περιοχή της Μερσίνας) μαζί με την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Turkish Stream, μέσω της Μαύρης Θάλασσας. «Όλα αυτά όμως, έχουν υποστεί πολλές αναβολές και καθυστερήσεις, με τη Μόσχα να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα στην προώθηση και της τεχνικής και στρατιωτικής συνεργασίας με την Άγκυρα».

Σύνταξη: Κώστας Μπετινάκης