Η Ελλάδα κατέχει τον υψηλότερο αριθμό φοροαπαλλαγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την έκθεση «Mind the gap» της Κομισιόν, η οποία προειδοποιεί για το υψηλό δημοσιονομικό κόστος που προκαλούν στον κρατικό προϋπολογισμό. Παράλληλα, φαντάζει προκλητικό το γεγονός ότι η Ελλάδα μετά από 15 σχεδόν χρόνια προσαρμογής καταφέρνει να έχει τις περισσότερες φοροαπαλλαγές σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ πολύ ισχυρότερες οικονομικά χώρες δεν διατηρούν ούτε τις μισές. Ενδιαφέρον εμφανίζει επίσης ο «χάρτης των φοροαπαλλαγών», δηλαδή ποιοι ωφελούνται, σε ποιους κλάδους και για ποιο λόγο. Παράλληλα, θα είχε ενδιαφέρον ο τρόπος που κατάφεραν να τις διατηρήσουν εν μέσω μνημονιακής λαίλαπας.

Τι θα κάνει επί του προβλήματος ο νέος πρόεδρος του Eurogroup;

Ο Έλληνας ΥΠΕΘΟ και πρόεδρος του Eurogroup θα πρέπει να «λύσει την εξίσωση» της μείωσης των φοροαπαλλαγών με ταυτόχρονη αύξηση των κρατικών εσόδων, χωρίς άλλους οριζόντιους φόρους.

Το πρόβλημα είναι ότι όσοι έχουν εξασφαλίσει την απαλλαγή τους από το φόρο, είτε είναι φυσικά πρόσωπα, είτε επιχειρήσεις, θα αντιδράσουν κατά την δυνατότητα που έχουν.

Για παράδειγμα δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι απαλλαγές στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων μειώνουν την ανισότητα καθώς βοηθούν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.

Ο κ. Πιερρακάκης ωστόσο, είναι αναγκασμένος τουλάχιστον να θεσπίσει έναν ειδικό μηχανισμό  για τη μόνιμη αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους, σε σχέση πάντοτε με το συνολικότερο δημοσιονομικό κόστος.

Τα στοιχεία

Το 2023 καταγράφηκαν 1.116 περιπτώσεις φοροαπαλλαγής με το κόστος τους να εκτιμάται σε 18,82 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 31% των συνολικών φορολογικών εσόδων με τις περισσότερες απαλλαγές να αφορούν το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (249), το φόρο νομικών προσώπων (233), τα τέλη χαρτοσήμου (76)και το ΦΠΑ (75).

Ωστόσο διαπιστώνεται ότι οι φοροαπαλλαγές στον τομέα του ΦΠΑ στην Ελλάδα συχνά έχουν αντίστροφα προοδευτικό αποτέλεσμα καθώς τα αγαθά που καλύπτονται από μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ δεν είναι ως επί το πλείστον εκείνα που είναι πιο πιθανό να καταναλώνονται από νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.