Σόϊμπλε ή Μέρκελ; Ποιος είναι ο πραγματικός αρχιτέκτονας των μνημονίων; Οι περισσότεροι είναι σίγουροι πώς ο μοιραίος άνθρωπος, ο πραγματικός διαχειριστής της ελληνικής τραγωδίας ήταν ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας. Έπρεπε να περάσουν χρόνια, να εκδοθούν τα απομνημονεύματα της πρώην Καγκελαρίου και να ανοίξουν τα στόματα για να καταλάβουμε πώς οι στρατηγικές αποφάσεις και κυρίως η απόφαση να εμπλακεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην διαχείριση της ελληνικής πτώχευσης ήταν αμιγώς πολιτική και ελήφθη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Διαβάζουμε λοιπόν :
«Η λειτουργία της ΟΝΕ θα μπορούσε να δρομολογήσει την οικονομική ολοκλήρωση σε μια περισσότερο ισόρροπη ανάπτυξη, μόνο εάν συνδύαζε και υπέρ του ευρωπαϊκού νότου τα θετικά της κυκλοφορίας ενός ενιαίου νομίσματος με τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές αντισταθμίσεις. Έτσι προτάθηκε η νομισματική Ένωση να συνδυαστεί με μια πραγματική οικονομική διακυβέρνηση που στη βάση της αρχής της κοινοτικής αλληλεγγύης θα διασφάλιζε για τις χώρες του νότου οικονομική σύγκλιση, μεταφορά πόρων για επενδύσεις και κοινωνικές μεταβιβάσεις. Όμως η Γερμανία επέβαλε σκληρούς μονεταριστικούς όρους στη λειτουργία της ΟΝΕ.
Με το πρώην άρθρο 104 της τότε Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ) απαγορεύτηκαν οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις, (δηλαδή ο άμεσος δανεισμός) από την ΕΚΤ προς τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ, ενώ ταυτόχρονα επιβλήθηκαν σκληροί όροι για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους των κρατών-μελών. Επίσης απορρίφθηκε κάθε σκέψη για τη θεσμοθέτηση ενός «δημοσιονομικού ομοσπονδισμού», ο οποίος θα στηριζόταν σε ένα κεντρικά οργανωμένο προϋπολογισμό της ΕΕ σημαντικού μεγέθους που θα διασφάλιζε ένα μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος μέσω γενναίων δημοσιονομικών μεταβιβάσεων προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Αντίθετα, προκρίθηκε ο μηχανισμός της πολυμερούς δημοσιονομικής επιτήρησης των κρατών-μελών που θα παρουσίαζαν αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα και αυξημένο δημόσιο χρέος (βλ. πρώην άρθρο 104 Γ ΣΕΚ) και προβλέφθηκε περαιτέρω η επιβολή προστίμων και άλλων οικονομικών και διοικητικών μέτρων κατά των κρατών-μελών που δεν θα τηρούσαν τους όρους της ΟΝΕ και του δρακόντειου Συμφώνου Σταθερότητας».
Στην πορεία όμως και ιδίως μετά τη διάσωση των Τραπεζών η Μέρκελ επέβαλε σε ΕΕ, G-20 και ΔΝΤ την πλήρη εγκατάλειψη των νέο-κεϋνσιανών επιλογών του Ομπάμα δρομολογώντας την επιστροφή στα «ήσυχα λιμάνια» του νεοφιλελευθερισμού με έμφαση στην απόλυτη δημοσιονομική πειθαρχία και στη λιτότητα. Αυτό ήταν άλλωστε το τίμημα για την κοινωνικοποίηση των ζημιών των Τραπεζών.
Στα απομνημονεύματα της Άγγελα Μέρκελ διαβάζουμε:
«Αναγνωρίσαμε ότι όλα τα Μέλη της Ευρωζώνης έφεραν από κοινού την ευθύνη για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε αυτήν και συμφωνήσαμε σε πέντε σημεία: Καλέσαμε την Ελλάδα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για τη μείωση του χρέους της. Ζητήσαμε από το Συμβούλιο των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών να εγκρίνει στη συνεδρίασή του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, δηλαδή σε πέντε ημέρες, τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που θα προτείνει στο μεταξύ η Ελλάδα. Η Επιτροπή θα παρακολουθούσε στενά την εφαρμογή των μέτρων στην Ελλάδα από κοινού με την ΕΚΤ, αξιοποιώντας την εμπειρία του ΔΝΤ. Έκρινα σημαντική τη συμμετοχή του ΔΝΤ: οι έμπειροι συνεργάτες του θα αξιολογούσαν τις ελληνικές προτάσεις πιο αμερόληπτα απ’ ό,τι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα• θεωρούσα πράγματι υπαρκτό το ενδεχόμενο μιας υπερβολικής επιείκειας απέναντι στην Ελλάδα, κι αυτό με ανησυχούσε. Επίσης, δηλώσαμε στο κείμενο ότι, σε περίπτωση κινδύνου για τη σταθερότητα της ευρωζώνης συνολικά, τα μέλη της ευρωζώνης θα αναλάμβαναν στοχευμένη και συντονισμένη δράση. Καταλήξαμε δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν είχε ζητήσει ακόμη οικονομική βοήθεια. Όλα αυτά μπορούσα να τα υπογράψω. Ο Χέρμαν βαν Ρομπέι είχε φιλτράρει με ενστικτώδη βεβαιότητα το υλικό της κοκορομαχίας, αναδεικνύοντας αυτό το κάτι που μας συνέδεε θετικά».
Η φιλοσοφία της διάσωσης
Η πρώην Γερμανίδα Καγκελάριος αναπαριστά με έντονη γλαφυρότητα τις στιχομυθίες ανάμεσα σε κορυφαίους ευρωπαϊκούς παράγοντες, αλλά και το βαθμό αντίδρασής τους κάθε φορά, σε μια λύση και διασφάλιση της Ευρωζώνης που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά και σχεδόν… «πειραματικά», καθώς παρέμενε για καιρό άγνωστο, αν το ελληνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να υλοποιηθεί, αφού πρώτα Βερολίνο και Βρυξέλλες έβρισκαν τα απαιτούμενα χρήματα.
«Όπως φάνηκε στην πορεία, εκείνο το πρωινό του Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες είχαμε ήδη αποτυπώσει στο χαρτί όλη τη φιλοσοφία της διάσωσης του ευρώ. Τα κράτη-μέλη έπρεπε να λαμβάνουν στο εσωτερικό τους τα απαραίτητα μέτρα, τα οποία θα αξιολογούσαν η Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ – τα τρία θεσμικά όργανα που επρόκειτο να ονομαστούν τρόικα.
Κανένα κράτος δεν θα αναλάμβανε το χρέος άλλου κράτους- μέλους της Ευρωζώνης, όμως όλα μαζί, θα συνέβαλλαν από κοινού, στη διασφάλιση της σταθερότητάς της, εντός της. Η κοινή δράση ως έσχατη λύση, ως ultima ratio. Σε αυτή τη βάση ήμουν σε θέση να εργαστώ, διότι και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε συνδέσει τη συμμετοχή της Γερμανίας στη νομισματική ένωση με τη σταθερότητά της. Αντίστροφα, αυτό σήμαινε ότι και η Γερμανία έπρεπε να κάνει το κατά δύναμιν για να διασφαλίσει τη σταθερότητα, χωρίς ωστόσο να αναλαμβάνει χρέη άλλων.
Το κείμενο περιέγραφε την πορεία που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν όλοι από κοινού. Ταυτόχρονα, ήταν αρκετά γενικό ώστε να αφήνει επαρκή περιθώρια ελιγμών για μελλοντικές εξελίξεις. Αυτή ήταν η διπλωματία στα καλύτερά της. Ήμουν ενθουσιασμένη. Έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση, φτάσαμε τελικά μαζί με τους άλλους, στην εμβληματική, ιστορική αίθουσα της βιβλιοθήκης Σολβέ. Η διάθεση των ομολόγων μας που περίμεναν εκεί, ήταν κακή. Ο Χέρμαν βαν Ρομπέι ενημέρωσε τη μεγάλη ομάδα σχετικά με τη συζήτησή μας στη μικρή ομάδα. Όλοι ενέκριναν το κείμενο. Το θέμα χάριν του οποίου συγκλήθηκε αυτή η έκτακτη σύνοδος της Ε.Ε., δηλαδή η συνέχιση της στρατηγικής της Λισαβόνας με στόχο τη βελτίωση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέλαβε ελάχιστο από τον χρόνο μας».
Θυμηθείτε. Η Άγγελα Μέρκελ ομολογεί πώς ενέπλεξε το ΔΝΤ στην διαχείριση της ελληνικής κρίσης για να αποφύγει κάθε περίπτωση ενδεχόμενης επιείκειας εκ μέρους των Ευρωπαίων προς την Αθήνα. «Έκρινα σημαντική τη συμμετοχή του ΔΝΤ: οι έμπειροι συνεργάτες του θα αξιολογούσαν τις ελληνικές προτάσεις πιο αμερόληπτα απ’ ό,τι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα• θεωρούσα πράγματι υπαρκτό το ενδεχόμενο μιας υπερβολικής επιείκειας απέναντι στην Ελλάδα, κι αυτό με ανησυχούσε».
Τώρα πια ξέρουμε και εμείς. Και θυμόμαστε.
