Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε μια συμφωνία αναφορικά με τις καλύτερες πρακτικές αντιμετώπισης της νόσου Peyronie. Στην παρούσα φάση έχει τεκμηριωθεί τόσο η αποτελεσματικότητα της ενέσιμης θεραπείας με έγχυση ιστολυτικού κλωστηριδίου της κολλαγενάσης απευθείας στις πλάκες όσο και αυτή και του χειρουργείου.
Πιο συγκεκριμένα, οι ενέσεις με CCH είναι το πρώτο φάρμακο που έλαβε έγκριση από τον αμερικανικό οργανισμό φαρμάκων για την αντιμετώπιση της νόσου Peyronie. Η κυκλοφορία τους έχει επίσης πρόσφατα εγκριθεί στην Ευρώπη. Το CCH μπορεί να μειώσει τις πλάκες που σχετίζονται με τη νόσο χωρίς να τραυματίζεται ο γειτονικός ιστός. Λειτουργεί μέσω της επιλεκτικής διάσπασης κολλαγόνου τύπου 1 και 2 στους συνδετικούς ιστούς. Οι προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το 50%-60% των ανδρών που χρησιμοποιούν CCH σημείωσαν μια κλινικά σημαντική διαφορά στη κάμψη του πέους από 30%-40%.
Από την άλλη, πολλοί ειδικοί έχουν αναρωτηθεί σχετικά με την αποτελεσματικότητα των αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 (PDE5) στην αντιμετώπιση της νόσου Peyronie. Η παρούσα μελέτη εξέτασε την επίδραση της λήψης 25 mg σιλδεναφίλης στη μείωση της κάμψης του πέους σε άνδρες με νόσο Peyronie αφού έλαβαν θεραπεία με CCH.
Η μελέτη ήταν προοπτική και μη τυχαιοποιημένη. Συμμετείχαν 161 άνδρες με νόσο Peyronie, οι οποίοι έλαβαν είτε συνδυαστικά ενέσεις CCH και 25 mg σιλδεναφίλης είτε μόνο ενέσεις CCH.
Οι συμμετέχοντες είχαν είτε ραχιαία είτε πλάγια πεϊκή κάμψη μεγαλύτερη των 30 αλλά μικρότερη των 90 μοιρών..
Μετά τις ενέσεις με CCH, οι ασθενείς έλαβαν τις απαραίτητες οδηγίες για τον χειρισμό ευθειασμού του πέους, καθώς και για τη χρήση συσκευών κενού. Η σιλδεναφίλη λαμβανόταν πρωί και βραδύ, 30 λεπτά πριν την εκτέλεση του χειρισμού. Οι άνδρες συμπλήρωσαν δύο ερωτηματολόγια, ένα για τη στυτική λειτουργία κι ένα για τη νόσο Peyronie.
Στην αρχή της μελέτης και μετά το τέλος της θεραπείας η κάμψη του πέους μετρήθηκε με τη βοήθεια υπερηχογραφίας και μετά την πρόκληση στύσης με ενδοσηραγγώδη ένεση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα το 74% των ασθενών εμφάνισαν βελτίωση στην κάμψη του πέους τους της τάξεως των 20 μοιρών τουλάχιστον. Η μέση βελτίωση για όλους τους συμμετέχοντες ήταν 42,7%. Βρέθηκαν όμως στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς τη μείωση της κάμψης του πέους, καθώς και τη βελτίωση της στυτικής λειτουργίας υπέρ της ομάδας που έλαβε τη συνδυαστική θεραπεία.
Είναι σημαντικό τα ευρήματα αυτά να επαληθευτούν από μελλοντική έρευνα. Παράλληλα οι νέες μελέτες χρειάζεται να επικεντρωθούν στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της θεραπείας με CCH, στην εφαρμογή της σε ασθένειες με κοιλιακή κάμψη και ασβεστοποιημένες πλάκες, καθώς και στους προγνωστικούς παράγοντες της επιτυχημένης παρέμβασης.
Πηγή: andrologia.gr
