Σύνταξη – Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Ερευνητές ανακάλυψαν ότι η εφαρμογή, η οποία εκθέτει σταδιακά τους ανθρώπους στους χειρότερους φόβους τους, μπορεί να μειώσει σημαντικά τα συμπτώματα φοβίας.

Τις μέρες πριν από μια ένεση, το μυαλό της Julie Raine σκεπαζόταν από την ομίχλη του φόβου. Ήταν πεπεισμένη ότι η βελόνα θα της έκανε κακό. Την ημέρα της ένεσης, μετά από μια άγρυπνη νύχτα, προσπαθούσε μάταια να ηρεμήσει με ζαχαρούχα αναψυκτικά, μουσική και κατευναστικά λόγια από τους αγαπημένους της ανθρώπους. Καθώς η βελόνα έμπαινε, έστρεφε το κεφάλι της πανικόβλητη. Όταν η διαδικασία τελείωνε, ξεσπούσε σε κλάματα και χρειαζόταν μια ολόκληρη μέρα για να συνέλθει. Τις περισσότερες φορές, παρέλειπε τελείως το ραντεβού της.

Η Νεοζηλανδή πάλευε για χρόνια με την τρυπανοφοβία – μια φοβία για τις βελόνες – για όσο καιρό θυμάται. Η  φοβία της την σταμάτησε από το να κάνει εξετάσεις αίματος, την εμπόδισε να εμβολιαστεί κατά του κορωνοϊού και την έκανε να φεύγει από το δωμάτιο όπου η έφηβη κόρη της επρόκειτο να υποβληθεί σε κάθε μικροεπέμβαση. Αν της έλεγε κάποιος ότι κάποτε θα μπορούσε να κάνει κάποιο εμβόλιο χωρίς φόβο και υποστήριξη, δεν θα τον πίστευε ποτέ. Όμως, η αντιμετώπιση της φοβίας, της χρησιμοποιώντας την εικονική πραγματικότητα, άλλαξε τη ζωή της.

Μια κλινική δοκιμή έξι εβδομάδων, μιας εφαρμογής τηλεφώνου που ονομάζεται oVRcome, που έχει σχεδιαστεί για τη θεραπεία φοβιών και χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό ενοτήτων ενσυνειδητότητας και θεραπείας έκθεσης στην εικονική πραγματικότητα, ήταν επιτυχής αναφέρουν ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Οτάγκο, σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Ψυχιατρικής Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας.

Ο επιχειρηματίας Adam Hutchinson σκέφτηκε την ιδέα της εφαρμογής το 2020, αφού ανακάλυψε ότι υπήρχε ένα κενό θεραπείας για τις αγχώδεις διαταραχές και άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας – μόλις το 15-25% των διαταραχών αντιμετωπίζονται παγκοσμίως σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, ενώ έως και 50 – 65% νοσηλεύεται σε χώρες υψηλού εισοδήματος, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Εν τω μεταξύ, το σύστημα ψυχικής υγείας της Νέας Ζηλανδίας βρίσκεται σε κρίση λόγω υποστελέχωσης και έλλειψης πόρων, και τα ποσοστά αυτοκτονιών των νέων είναι τα υψηλότερα στον ανεπτυγμένο κόσμο.

«Υπάρχουν δύο έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει κάποιος μια πιο σοβαρή πάθηση όπως κατάθλιψη, αλκοολισμό ή ακόμα και να καταλήξει σε αυτοκτονία, αν μια αγχώδης διαταραχή αφεθεί χωρίς θεραπεία», λέει ο Hutchinson. «Εάν έχουμε τη δυνατότητα να παρέχουμε μια αποτελεσματική, χαμηλού κόστους λύση που οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν (στο απόρρητο του σπιτιού τους) νωρίτερα στην εξέλιξη της θεραπείας της ψυχικής υγείας τους, μπορούμε ενδεχομένως να μειώσουμε την πιθανότητα εμφάνισης πιο σοβαρών παθήσεων», προσθέτει ο ίδιος.

«Συνέβη κάτι πολύ αξιοσημείωτο»

Ο Hutchinson συμβουλεύτηκε κλινικούς ψυχολόγους, ολοκλήρωσε ένα πρωτότυπο και ξεκίνησε τις δοκιμές μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου του 2021. Η εφαρμογή βασίζεται στη θεραπεία έκθεσης στη συμπεριφορά – μια θεραπεία που εκθέτει με ασφάλεια έναν ασθενή σε μια κατάσταση που συνήθως θα του προκαλούσε άγχος ή που θα προσπαθούσε  να αποφύγει.

Η μελέτη στρατολόγησε 109 συμμετέχοντες και κράτησε έξι εβδομάδες. Αντιμετώπισε πέντε κοινές φοβίες – τον ​​φόβο για τις βελόνες, τις αράχνες, το ταξίδι με αεροπλάνο, τα ύψη και τους σκύλους. Ένα βασικό μέρος της δοκιμής απαιτούσε από τους συμμετέχοντες να χρησιμοποιούν ακουστικά εικονικής πραγματικότητας για να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με τους χειρότερους φόβους τους. Τα βίντεο – που γυρίζονται στον πραγματικό κόσμο – ξεκινούν ελαφρά και σταδιακά εξελίσσονται σε καταστάσεις που προκαλούν περισσότερο άγχος. Οι συμμετέχοντες πρέπει να καταγράφουν τα επίπεδα άγχους τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την παρακολούθηση των βίντεο και μπορούν να προχωρήσουν στο επόμενο επίπεδο μόνο όταν το άγχος τους πέσει κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο.

Για την Raine, σήμαινε να μπει καταρχήν σε ένα εικονικό ιατρικό δωμάτιο και να παρακολουθήσει μια νοσοκόμα να προετοιμάζει μια ένεση – όχι να την κάνει – αλλά απλώς να ξετυλίγει μια βελόνα από το πλαστικό ή να στήνει ένα μεταλλικό δίσκο με τα σχετικά για την ένεση.

«Μου πήρε 15 προσπάθειες για να περάσω από αυτό το βίντεο στο επόμενο», λέει η ίδια.

«Και μετά συνέβη κάτι πολύ αξιοσημείωτο – άλλαξε όλη μου η νοοτροπία και ανυπομονούσα να παρακολουθήσω το VR». Η Raine είχε συνειδητοποιήσει ότι ποτέ δεν είχε παρακολουθήσει την όλη διαδικασία και με αυτόν τον τρόπο – και μπόρεσε να σκεφτεί την διαδικασία της ένεσης με έναν νέο τρόπο. «Όταν σκέφτομαι τις βελόνες τώρα, το μυαλό μου πηγαίνει αμέσως στο ότι πρόκειται για κάτι χρήσιμο και οι αδελφές είναι εδώ για να με βοηθήσουν», προσθέτει. Η Raine αποφάσισε να συμμετάσχει στη δοκιμή επειδή ήθελε να πάει τα παιδιά της να εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού.

«Ήθελα να είμαι καλή μητέρα, να μπορώ τουλάχιστον να κάθομαι μαζί τους στο δωμάτιο χωρίς να σκέφτομαι πως να δραπετεύσω», λέει , προσθέτοντας ότι από τη δοκιμή και μετά όχι μόνο μπόρεσε να καθίσει με τα παιδιά της κατά τη διάρκεια των εμβολιασμών τους, αλλά να κάνει και η ίδια το εμβόλιο. Ο Δρ Cameron Lacey – αναπληρωτής καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Otago και επικεφαλής ερευνητής στη δοκιμή είπε ότι η εφαρμογή ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη.

«Υπήρχε ένα πολύ σαφές, θετικό μήνυμα στο ότι η χρήση της εφαρμογής oVRrcome μείωσε σημαντικά το επίπεδο συγκεκριμένων συμπτωμάτων φοβίας του ατόμου», λέει ο Lacey.

Αυτό υποδεικνύεται στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι κατέταξαν τη σοβαρότητα της φοβίας τους τόσο αμέσως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος όσο και ξανά άλλες έξι εβδομάδες αργότερα. Στην αρχή της δοκιμής οι συμμετέχοντες παρουσίαζαν σκορ κατά μέσο όρο 26 στους 40 πόντους στην κλίμακα, υποδεικνύοντας μια μέτρια έως σοβαρή φοβία. Μετά το πρόγραμμα, ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε επτά, και παρέμεινε εκεί.

Μετά την επιτυχία της δοκιμής, η εφαρμογή, η οποία είναι πλέον διαθέσιμη στο εμπόριο, έχει συμπεριλάβει νέες φοβίες και θα επεκταθεί σε ένα νέο πρόγραμμα για διαταραχές κοινωνικού άγχους, διαταραχές πανικού, εθισμό και κατάθλιψη. Οι κάτοικοι της Νέας Ζηλανδίας μπορούν πλέον να δηλώσουν το ενδιαφέρον τους για συμμετοχή στις νέες δοκιμές. Μέρος της επιτυχίας του προγράμματος είναι ότι είναι προσβάσιμο, λέει ο Lacey. «Με την εικονική πραγματικότητα, μπορεί κανείς να βρίσκεται στο σπίτι του και να μεταφερθεί σε ένα περιβάλλον που έχει αυτά τα φοβερά ερεθίσματα – είτε είναι ύψη είτε αράχνες – με προβλέψιμο τρόπο, όποτε τον βολεύει», καταλήγει.

Πηγή: The Guardian