Ως credit positive χαρακτηρίζει η Moody’s την απόφαση του Eurogroup της περασμένης εβδομάδας για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, σε νέο της report.

Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά, η Ευρωζώνη την προηγούμενη Πέμπτη συμφώνησε να παράσχει σημαντική περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η οποία διασφαλίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει πολύ ήπιες χρηματοδοτικές ανάγκες για τα επόμενα 10 χρόνια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Αναμένουμε ότι η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο, ώστε η κυβέρνηση να επιστρέψει στη χρηματοδότηση από τις αγορές σε βιώσιμη βάση, που αποτελεί credit positive. Θεωρούμε το πακέτο ορόσημο της εν εξελίξει ανάκαμψης της Ελλάδας από τη βαθιά οικονομική, τραπεζική κρίση και κρίση χρέους» τονίζει η Moody’s.

Η Ελλάδα θα υπόκειται σε πολύ στενότερη εποπτεία και παρακολούθηση από ό,τι οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βγήκαν από τα προγράμματα στήριξης, κάτι που σύμφωνα με τη Moody’s παρέχει περαιτέρω διαβεβαιώσεις ότι οι ελληνικές Αρχές θα τηρήσουν τις δημοσιονομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Την ίδια στιγμή, οι πιστωτές επαναβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους στη στήριξη της Ελλάδας -με τη μορφή του επιπλέον reprofiling του χρέους μετά το 2023, εάν χρειαστεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σύμφωνα με τη Moody’s, το κύριο μέρος της συμφωνίας είναι μια δεκαετής επέκταση των προθεσμιών λήξης με βάση το δεύτερο πρόγραμμα, το οποίο χρηματοδοτείται από το EFSF και ανέρχεται σε 130,9 δισ. ευρώ.

Η πρώτη ωρίμανση μεταφέρεται για τον Φεβρουάριο του 2023. Οι πληρωμές τόκων επίσης μετατέθηκαν κατά 10 χρόνια, δίνοντας στην κυβέρνηση μια μακρά περίοδο πολύ ήπιων χρηματοδοτικών αναγκών, ένα σημαντικό στοιχείο για να εξασφαλιστεί η εύκολη πρόσβαση στις αγορές τα επόμενα χρόνια.

Το δεύτερο στοιχείο περιλαμβάνει τη συσσώρευση ενός πολύ μεγάλου κεφαλαιακού «μαξιλαριού», για να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να καταφεύγει στις αγορές όταν αυτές είναι ευμετάβλητες.

Το κεφαλαιακό μαξιλάρι θα είναι «μεγαλύτερο από ό,τι αναμέναμε», στα 24,1 δισ. δολάρια (στο 10% των εκτιμήσεων του οίκου για το ΑΕΠ του 2018), καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου για σχεδόν δύο χρόνια μετά το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.

«Πιστεύουμε ότι η ενισχυμένη εποπτεία διασφαλίζει πως οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν θα υπαναχωρήσουν από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Οι αξιολογήσεις θα είναι τριμηνιαίες αντί για εξαμηνιαίες που ίσχυσαν για τις άλλες χώρες μετά την έξοδο από τα προγράμματά τους.

»Δύο άλλα -μικρότερα- μέτρα ελάφρυνσης του χρέους –κλιμακωτή επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών που αποκομίστηκαν από τα ομόλογα που κατείχε η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, και η ακύρωση της αύξησης του περιθωρίου επιτοκίου του EFSF σε μία από τις δόσεις– εξαρτώνται από το εάν η Ελλάδα θα ολοκληρώσει σειρά μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια, κάτι που οι πιστωτές ελπίζουν ότι θα δώσει περαιτέρω κίνητρο στην Ελλάδα να παραμείνει σε τροχιά».

Το ΔΝΤ δεν θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα, αλλά θα παραμείνει τεχνικός σύμβουλος, κάτι το οποίο θα ικανοποιήσει τις βασικές πιστώτριες χώρες.

Η Moody’s αναμένει ότι το ΔΝΤ θα αποτυπώσει την ελάφρυνση χρέους της Ελλάδας και τις σημαντικές καλύτερες του αναμενόμενου δημοσιονομικές επιδόσεις όταν επικαιροποιήσει την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους τις επόμενες εβδομάδες.

Αν και μια προηγούμενη πρόταση σύνδεσης της ελάφρυνσης χρέους με την οικονομική επίδοση της Ελλάδας δεν θα αποτελέσει μέρος της συμφωνίας, οι πιστωτές δεσμεύονται σαφώς να εξετάσουν περαιτέρω reprofiling του χρέους εάν χρειαστεί, μετά το 2032.

Όλα αυτά μαζί σε συνδυασμό με το τρέχον πακέτο, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το χρέος της Ελλάδας είναι σε βιώσιμη πορεία.

Ωστόσο, η Moody’s προειδοποιεί πως οι προκλήσεις της Ελλάδας παραμένουν σημαντικές. Η συμφωνία απαιτεί μια βιώσιμη δέσμευση και εστίαση για τη διατήρηση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και ενός πολύ μεγάλου πρωτογενούς πλεονάσματος για πολλά χρόνια και για τις επόμενες κυβερνήσεις.

Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διατηρήσουν ένα πολύ μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι το 2022, και ένα πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ μετά.

Και μολονότι η οικονομική ανάπτυξη έχει επιστρέψει και πιθανώς θα επιταχυνθεί περαιτέρω εφέτος, οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας είναι μάλλον συγκρατημένες, στο 2%-2,5% στην καλύτερη ετησίως, εκτός κι αν υπάρξει μια μεγάλη ώθηση στις επενδύσεις.

Ο τραπεζικός κλάδος χρειάζεται ακόμη μια βιώσιμη βελτίωση της ποιότητας των asset και της συνεχιζόμενης ενίσχυσης των θεσμών.

Με πληροφορίες Capital

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης