Είχα σκοπό να αφιερώσω ένα «Θυμάμαι» στον Γεώργιο Παπανδρέου το φθινόπωρο, που θα συμπληρώνονταν 40 χρόνια από το θάνατο του.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο γέρος της Δημοκρατίας, ο πατέρας του Ανδρέα και παππούς του Γιώργου. Ένας άνθρωπος που κατηγορήθηκε πολύ και για πολλά, που μισήθηκε πολύ και αγαπήθηκε παράφορα, τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του.

Ένας πολιτικός άνδρας για τον οποίον η νέα γενιά ξέρει τίποτα ή ελάχιστα γι’ αυτόν … Που ξεχάστηκε πιο γρήγορα από όσο του άξιζε …Ίσως όμως φταίει και η ιδιαιτερότητα των καιρών … Η ζωή που αιώνες κυλούσε νωχελικά, τώρα καλπάζει. Τρέχει σαν υπερταχεία και ακόμα κι αν έχεις χρόνο και διάθεση να κοιτάξεις από το «παράθυρο» δεν προλαβαίνεις να «συλλάβεις» το τοπίο.

Έλεγα λοιπόν να γράψω για τον Γεώργιο Παπανδρέου το Νοέμβριο, αλλά εγώ, που σπάνια βλέπω όνειρα, χθες τον είδα στον ύπνο μου. Τίποτα μεταφυσικό. Προς Θεού, μακριά από μένα τέτοια πράγματα. Απλές λογικές. Είχα έγνοια να σηκωθώ νωρίς να γράψω το Κυριακάτικο «Θυμάμαι». Στο μυαλό μου είχα καμιά δεκαριά «κουτάκια» με αναμνήσεις και… τσουπ , η ανάμνηση του Γέρου ξεχώρισε και ζήτησε προτεραιότητα. Γιατί «όχι» λοιπόν.

Πριν σας αφηγηθώ πώς τον γνώρισα, θα σας εξομολογηθώ ότι τον μισούσα από παιδί. Έτσι με είχαν διαπαιδαγωγήσει οι αριστερίζοντες ψηφοφόροι της ΕΔΑ γονείς μου. Το σύνθημα «Παπανδρέου παπατζή, Χίτης ήσουνα κι εσύ»  το έμαθα μαζί με το «Πάτερ ημών».

Ξέρω και δεν ξέρω ιστορία… Πολλά πράγματα αναθεωρώ όσο γερνάω. Η ιστορία είναι πολύεδρο. Ο καθένας βλέπει την όψη που έχει μπροστά του. Έχω ακούσει τόσες πολλές αλλά και τόσες διαφορετικές γνώμες και εξιστορήσεις για τον εμφύλιο, που λέω ότι πρώτα πρέπει να αθροίσω και μετά να διαιρέσω για να βρω το μέσο όρο. Όχι την αλήθεια ακριβώς αλλά τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση της. Δεν ξέρω τι συμβαίνει όσο μεγαλώνουμε. Γινόμαστε επιεικέστεροι;

Όσο πλησιάζουμε στο σημείο να επιστρέψουμε στην αστρόσκονη από την οποία προήλθαμε  – όπως έλεγε ο Καρλ Σαγκάν- εξαϋλωνόμαστε;

Θα θυμώσουν οι αριστεροί φίλοι μου που με διαβάζουν, αλλά θα το καταθέσω ευθαρσώς… Ρε, παιδιά, μήπως κάναμε λάθος με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή; Μήπως τελικά ήταν ένας σπουδαίος άνδρας που άδικα του χρεώσαμε τα κυνηγημένα και ταλαιπωρημένα νιάτα μας;

Το έχω ξαναγράψει… Δεν είμαι πολυλογού, πολυγραφού είμαι. Και ξεφεύγω από το θέμα κι αφήνω τις σκέψεις και να με ταξιδεύουν εδώ κι εκεί. Και μαζί παρασύρω στο ταξίδι μου κι εσάς. Αν σας ενοχλεί, γράψτε μου . Ειλικρινά, στείλτε μου e-mail. Θα το σεβαστώ.

Στον Γεώργιο Παπανδρέου λοιπόν και πάλι. Τον γνώρισα το φθινόπωρο του 1965 αλλά από το 1960, μαθήτρια ακόμα, είχα αρχίσει να αλλάζω γνώμη γι’ αυτόν. Ήταν η εποχή του Ανένδοτου και του 114. Παρακολουθούσα με προσοχή τις δημόσιες ομιλίες του. Το σύνθημα του «τρομοκρατείστε τους τρομοκράτες» το κράτησα μέχρι σήμερα λάβαρο στις συμπεριφορές μου. Και το συνιστώ σε όλους σας. Σε εσάς τους νέους κυρίως. Και να το εφαρμόζετε σε κάθε φάση της ζωής σας. Στον έρωτα, στο γάμο, στις φιλίες σας, στις σχέσεις σας με τους πιο δυνατούς, στους εργοδότες σας, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην ίδια την πατρίδα σας, όταν σας αδικεί. Ο φόβος είναι η αμβροσία τροφή για το κακό και για τους κακούς. Τους τρέφει και τους ισχυροποιεί. Να θυμώνετε όταν σας αδικούν. Να ουρλιάζετε όταν σας φωνάζουν και να κλωτσάτε όταν σας χαστουκίζουν. Να δείτε πώς θα ηρεμήσουν οι εντός εισαγωγικών «γενναίοι» και «μάγκες».

Και μόνο για το «τρομοκρατείστε τους τρομοκράτες» είχα αρχίσει να συμπαθώ τον Γέρο και θεώρησα μεγάλη τύχη που ο Αλέκος Παναγούλης με πήρε συνοδό του σε μια επίσκεψη στο Καστρί. Ήταν μια συγκέντρωση των ξεχωριστών νεολαίων του. Ήταν άλλοι 4-5 άνδρες και ήμουν η μόνη νέα γυναίκα. Ο Γέρος ήταν χαμογελαστός και φιλόφρων:

– Ποια είναι η ωραία νεαρή κυρία;

Δεν ήμουν ωραία. Μια αδύνατη κοντούλα «τύπαινα» ήμουν και με ενοχλούσαν τέτοια κομπλιμάν.

– Πάντα ψεύτης, αντέκρουσα απερίσκεπτα.

Το κατάλαβα αμέσως. Ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Είχα χάσει την πιθανότητα που «έβοσκε» στο πίσω μέρος του δημοσιογραφικού μου μυαλού μου ότι ίσως κατάφερνα να του πάρω μια συνέντευξη: «Ο Γεώργιος Παπανδρέου εκτός πολιτικής».

Ο Γέρος δεν μου χαρίστηκε.

– Κι εσείς αυθάδης, μου είπε ψυχρά και αυστηρά.

Ξέφυγα από το μπράτσο του Αλέκου που ήταν τυλιγμένο στον ώμο μου και έκανα μεταβολή.

– Συγγνώμη. Καληνύχτα.

Δεν ξέρω τι ήταν στα νιάτα του ο Γεώργιος Παπανδρέου αλλά ο άνθρωπος που γνώρισα εγώ, ήταν γλυκός και τρυφερός. Ήταν ήδη 77 χρόνων και είπαμε ότι γερνώντας γινόμαστε επιεικέστεροι… Με λυπήθηκε. Δε θυμάμαι ακριβώς λεπτομέρειες αλλά με κάποιον τρόπο με γύρισαν πίσω.

Έπρεπε τώρα να βάλω όλη τη θηλυκότητα μου να αλλάξω το κλίμα και να του γίνω συμπαθής. Στον τομέα αυτό τα κατάφερνα καλά. Τα τρία χρόνια στη Δραματική Σχολή δεν είχαν πάει χαμένα.

Ενώ όλοι καθόντουσαν σε καθίσματα, εγώ τον ρώτησα αν μπορούσα να κάτσω στο χαλί, πλάι στην πολυθρόνα του. Μου το επέτρεψε. Ακούμπησα το χέρι μου στο μπράτσο της πολυθρόνας  και πότε –πότε τα χέρια μας σμίγανε. Το φλέρταρα η αθεόφοβη. Και λίγο πριν χωρίσουμε εκείνο το βράδυ άρχισα να τον θέλω. Η εξυπνάδα του, τα υπέροχα ελληνικά του, οι αφηγήσεις του ήταν κάτι παραπάνω από αφροδισιακό. Ήταν «βιάγκρα» σε δόση θανάτου.

Κάποια στιγμή απαριθμώντας κάτι, πήρε το χέρι μου κι άρχισε να απαριθμεί με τα δάχτυλα μου.       

– Πρώτον , δεύτερον, τρίτον κλπ.

Όταν τελείωσε του είπα:

– Τέλειωσε η αριθμητική κ. Πρόεδρε; Τι κρίμα.

Τώρα τι άκουσα από τον Αλέκο στην επιστροφή δεν γράφεται. Αλλά ποιος νοιαζόταν; Εγώ ήμουν ήδη «πλατωνικά» ερωτευμένη με τον ηλικιωμένο άνδρα. Όλη τη νύχτα ξαγρύπνησα κάνοντας εικόνα τις αφηγήσεις του. Είδα τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Την ήττα στο Σαγγάριο και τη Μικρασιατική καταστροφή… Ονειρεύτηκα πρεμιέρες με την κ. Κυβέλη και στολισμένες άμαξες να περιμένουν το νεαρό τότε Γεώργιο Παπανδρέου και την όμορφη θεατρίνα έξω από το θέατρο. Διηγότανε τόσο ωραία και παραστατικά, χρησιμοποιώντας μια καθαρεύουσα που δεν ενοχλούσε αλλά έρρεε σαν αφήγηση λαϊκού παραμυθά. Είδα τους μπον βιβέρ του μεσοπολέμου και βρέθηκα στη Μέση Ανατολή μαζί του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι άλλα… κι άλλα…

Τον είδα άλλες δύο φορές. Στο Καστρί, πάντοτε. Τη 2η φορά μας έκανε τραπέζι με κοτόπουλο. Ο Αλέκος σερβίριζε και τον ρώτησε:

– Τι θέλετε, κ. Πρόεδρε; Στήθος ή μπούτι;

– Μπουτάκι … Της Σώτιας, αν γίνεται, χαριτολόγησε ο λατρεμένος μου.

Δεν ξέρω αν γράφτηκε ποτέ και πουθενά αλλά εγώ δεν θα ξεχάσω κάτι που μας εξομολογήθηκε σε εκείνες τις συναντήσεις. Θα προσπαθήσω να το γράψω όσο πιο πιστά γίνεται.  «Εις όλην μου τη ζωή είχα μίαν επιθυμίαν και έναν φόβον. Την επιθυμία να γίνω πρωθυπουργός και τον φόβο του θανάτου… Όταν έγινα πρωθυπουργός με ποσοστό 53% η επιθυμία μου εξέλιπεν και όταν σκέπτομαι τι θα γίνει εις την κηδεία μου δεν έχω πλέον ούτε τον φόβο του θανάτου».

Φυσικά και δεν ήταν Χίτης, αλλά σε αυτές τις 3 συναντήσεις διαπίστωσα ότι δεν ήταν απλώς αντικομουνιστής, αλλά ότι έτρεμε κυριολεκτικά τον κομμουνισμό.

Όταν έμαθε ότι δεν ανήκα στη νεολαία του αλλά ότι ήμουν οπαδός της ΕΔΑ ταράχθηκε… Μου είπε πως όλοι οι «κεκαλυμμένοι» κομμουνιστές ήταν οπλισμένοι. Το ίδιο και οι νεολαίοι τους. Άδικα προσπαθούσα να τον μεταπείσω. Οι στενότεροι φίλοι μου ήσαν νεολαίοι της ΕΔΑ και ήξερα ότι δεν είχαν ούτε σουγιαδάκι. Μου αντέκρουσε ότι δεν μου το έλεγαν και δεν με εμπιστευόντουσαν γιατί ήμουν καλό παιδί και δημοσιογράφος.

Δεν τον ξαναείδα μετά την 21η Απριλίου που η Χούντα μας βρήκε ανυποψίαστους και ανέτοιμους και ως πρόβατα επί σφαγή. Και δεν βρήκε ούτε νεροπίστολο στα γραφεία και στις αποθήκες του Κόμματος. Αλλά σκεπτόμουν ότι και αν τον έβλεπα δεν θα είχα το θάρρος να του θυμίσω πως είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος. Αρκούσε η πικρία του που το διαπίστωσε μόνος.  

Πέθανε το Νοέμβρη του ’68. Δεν πήγα στην κηδεία γιατί ήμουν στην απομόνωση. Δεύτερο υπόγειο, στην Ασφάλεια Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας … Είχαν συλλάβει πολύ κόσμο στην κηδεία και ακούγαμε οι έγκλειστοι τους ξυλοδαρμούς και τα βογγητά απ’ έξω και ήμασταν τρομοκρατημένοι γιατί δεν ξέραμε τι συμβαίνει.

Ξημερώματα ένας φρουρός μας είπε για τον θάνατο του Γέρου της Δημοκρατίας. Κι έκλαψα. Για εκείνον, για μένα, για μας, για την Ελλάδα!      

  

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης